3/10/11

Προκλασικές εποχές III


Η αρχαιότητα μεταξύ 5000 και 1000 π.κ.χ.

Η διαφορά μεταξύ, από τη μια πλευρά της Ιεριχούς και του Μαρουλά και από την άλλη πλευρά της Χοιροκοιτίας, του Catal Hoyuk και της Nevali Cori, είναι αυτό που διαφοροποιεί τη συγκροτημένη «πόλη» από τον πρωτόγονο οικισμό. Τα χαρακτηριστικά της πόλης, η οποία ασκούσε ήδη εκείνες τις εποχές έλξη στον αγροτικό πληθυσμό, είναι τα ακόλουθα:
  • Πρόκειται για ένα διοικητικό, θρησκευτικό και εμπορικό κέντρο, με ένα «ανάκτορο» για τον άρχοντα, ένα ναό για την τέλεση των λατρευτικών πράξεων και μία αγορά για τη διάθεση των προϊόντων.
  • Είναι επίσης πολιτισμικό και πνευματικό κέντρο, στο οποίο ανταλλάσσονται ιδέες και γνώσεις.
  • Στην πόλη είναι εγκαταστημένοι τεχνίτες και επαγγελματίες, οι οποίοι ανταγωνίζονται για την ποιότητα των προϊόντων ή έργων τους.
  • Είναι επίσης εγκαταστημένοι θεραπευτές, νομομαθείς, δάσκαλοι, γραφείς κ.ά., οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες σύμφωνα με τις γνώσεις τους.
  • Οι αγρότες πρέπει να παράγουν τόσα αγροτικά προϊόντα, ώστε να επαρκούν για να τραφούν με αυτά και εκείνοι που δεν παράγουν προϊόντα, αλλά παρέχουν υπηρεσίες.
  • Τα τρόφιμα πρέπει να είναι δυνατόν να μεταφερθούν από τον τόπο παραγωγής στην πόλη και γι' αυτό απαιτούνται μεταφορικά μέσα και/ή αχθοφόροι.
  • Επειδή παίζει σημαντικό ρόλο στην επιβίωση της πόλης η διατήρηση της τάξης και η επιβολή του νόμου, έχουν δημιουργηθεί σώματα αστυνομικών και δικαστών.
Οι πρώτες πόλεις δημιουργήθηκαν λοιπόν σε περιοχές, οι οποίες προσφέρονταν για παραγωγή τροφής και διέθεταν, λόγω της γεωγραφίας, δυνατότητες για τη μεταφορά της. Τέτοιες περιοχές ήταν οι κοιλάδες μεγάλων ποταμών, όπως του Τίγρη, του Ευφράτη, του Νείλου, του Ινδού και του Γιανγκ Τσε στην Κίνα. Για την κεντρική και δυτική Ευρώπη υπάρχουν από αυτή την εποχή ενδείξεις αγροτικής και κτηνοτροφικής δραστηριότητας. Για την καλλιέργεια αξιοποιούνται μόνο τα «καλά» εδάφη από μικρές ομάδες ανθρώπων με μόνιμη διαμονή. Στα παράλια της Μεσογείου, στη σημερινή Ιταλία, Γαλλία και Ισπανία, επιδίδονται οι κάτοικοι στο κυνήγι ζώων και στην αλιεία. Εδώ δεν φαίνεται να έπαιζε ακόμα σημαντικό ρόλο η γεωργία. Στη χρονική περίοδο από το 3000 μέχρι το 1500 π.κ.χ. (=προ κοινής χρονολόγησης) δημιουργείται στη νότια Αγγλία το μνημείο Stonehenge, άγνωστο από ποιο λαό και με ποιο προορισμό, αν και εικάζεται λατρευτική και αστρονομική χρήση με αντικείμενο τον ήλιο και άλλα ουράνια σώματα. Οι μεγάλιθοι με βάρος 4 t φαίνεται να έχουν μεταφερθεί από περιοχή της Ουαλίας που βρίσκεται περί τα 380 km μακριά από το μνημείο και αργότερα άλλοι με βάρος περί τους 25-50 t από την περιοχή Marlborough Downs που βρίσκεται περί τα 30 km μακριά.

Σταυρόσχημο ειδώλιο της Πάφου με περίαπτο (Πάτημα με το ποντίκι εμφανίζει μεγαλύτερη εικόνα)
Την ίδια περίπου εποχή, στη χιλιετία από το 3000 μέχρι το 2000 π.κ.χ. δημιουργούνται στην Κύπρο σταυρόσχημα ειδώλια με περίαπτο στο λαιμό, με τα οποία αποδεικνύεται η μακρά παράδοση που έχουν τα σταυρουδάκια και άλλα «φυλακτά» που χρησιμοποιούν άνθρωποι στις σύγχρονες κοινωνίες.Όμοια μεγαλιθικά έργα με αυτά του Stonehenge βρίσκονται στο Carnac της νότιας Γαλλίας και στο Callanish (Εβρίδες) της Σκοτίας. Επίσης στη νήσο Rapa Nui (νήσος του Πάσχα) στο νότιο Ειρηνικό Ωκεανό που ανήκει στη Χιλή, υπάρχουν υπερμεγέθη γλυπτά, που παριστάνουν μάλλον κάποιους επιφανείς προγόνους. Αρχικά ήταν περί τα 1000 κομμάτια, από τα οποία έχουν διασωθεί 638. Τα μεγέθη των γλυπτών από γρανίτη κυμαίνονται από 4 μέχρι 10 μέτρα και ζυγίζουν κατά κανόνα μέχρι 20 τόνους, μερικά λίγα φτάνουν όμως και τους 90 τόνους. Για την ακριβή χρονολόγηση της κατασκευής τους δεν υπάρχει σαφής άποψη, όπως επίσης δεν είναι δυνατόν να εκτιμηθεί πώς μεταφέρθηκαν αυτά τα σημαντικά βάρη από το λατομείο στο συγκεκριμένο σημείο που έχουν τοποθετηθεί. Οι ιθαγενείς βεβαιώνουν πάντως ότι τα αγάλματα αυτά είναι θαυματουργά και μετακινούνται μόνα τους!

Περί το 1500 π.κ.χ., δηλαδή στα χρόνια που είχαν αναδειχτεί οι Μυκήνες σε κέντρο εξουσίας και πολιτισμού, δημιουργήθηκαν σε τοίχους σπηλαίων στο Val Camonica της βόρειας Ιταλίας ζωγραφικές που παριστάνουν ένα οικισμό, αγροτικές εργασίες με αλέτρι και ένα τεχνίτη μεταλλικών αντικειμένων στο χώρο εργασίας του. Από τέτοιες τοιχογραφίες συνάγονται συμπεράσματα για τη ζωή και τις δραστηριότητες των κατοίκων αυτών των περιοχών.

Στις νότιες περιοχές του σημερινού Μεξικού ζούσε κατά την περίοδο από 1500 π.κ.χ. μέχρι περίπου 400 μ.Χ. ένας λαός, τους ανθρώπους του οποίου οι μεταγενέστεροι Αζτέκοι ονόμαζαν Ολμέκους (= άνθρωποι από λάστιχο). Είναι άγνωστο πώς ονόμαζαν οι ίδιοι τον εαυτό τους, θεωρείται όμως ότι ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Αμερικής που επινόησαν γραφή, γλυπτική, το ημερολόγιο και είχαν συγκροτήσει ένα πολυθεϊκό θρησκευτικό σύστημα. Είχαν αποκόψει την κορυφή ενός βουνού, πάνω από την εύφορη πεδιάδα και είχαν δημιουργήσει ένα οροπέδιο, στο οποίο υπάρχουν ακόμα ερείπια της πόλης τους. Τα γλυπτά των Ολμέκων είναι από βασάλτη και μνημειώδη, με ύψος περί τα 3 μέτρα, έχουν μεταφερθεί, άγνωστο πώς, από μια απόσταση περί τα 65 χιλιόμετρα και μάλλον παριστάνουν επιφανείς προγόνους ή θεούς.
Ένας σημαντικός λόγος που δεν διαδίδονταν αυτές τις εποχές ευρέως οι «συνταγές» για την κατασκευή εργαλείων, όπλων, κοσμημάτων και άλλων τεχνικών προϊόντων είναι ότι ενδιέφερε μόνο το τελικό προϊόν και όχι η μέθοδος παραγωγής του. Η μέθοδος απασχολούσε αποκλειστικά τους τεχνίτες οι οποίοι, επιπλέον, κρατούσαν μυστική την τέχνη τους και την παρέδιδαν προφορικά μόνο στους απογόνους τους. Αυτή η προφορική παράδοση έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διάχυση της γνώσης, ακόμα και μετά την ανακάλυψη και χρήση της γραφής και ουσιαστικά πέρασε σε δεύτερη μοίρα με την εξάπλωση της γενικής εκπαίδευσης, από τον 19ο αιώνα.
Μεσοποταμία (η γραφήοι μεταφορέςη θεολογική μεταλλουργία)
Στη Μεσοποταμία και στην Αίγυπτο προέκυψαν σε μικρό χρονικό διάστημα, πιθανότατα χωρίς αλληλεπίδραση, συνθήκες ώστε να είναι δυνατή η δημιουργία πόλεων. Οι παραγόμενες ποσότητες αγροτικών προϊόντων ξεπέρναγαν τις απαιτήσεις διατροφής των αγροτών και ήταν δυνατόν να διατεθούν για τις ανάγκες των ομάδων που δεν παρήγαγαν, όπως των μελών της εξουσίας, της διοίκησης, του ιερατείου, των σωμάτων στρατού και αστυνομίας, των δικαστών, νομομαθών, δασκάλων κλπ. Πρέπει να σημειωθεί όμως ότι αυτές οι ομάδες δεν ήταν εκείνη την εποχή ιδιαίτερα πολυπληθείς, με εξαίρεση το στρατό. Αυτό το περίσσευμα σε προϊόντα διατροφής δεν οφειλόταν σε ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, αλλά σε δύο σημαντικές επινοήσεις: το άροτρο και την άρδευση.Το άροτρο σερνόταν από δυνατά ζώα και επέτρεπε ταχύτερη επεξεργασία των αγρών. Η διάδοση του αρότρου στους γεωργούς δεν ήταν ταχεία και φαίνεται ότι διήρκεσε αρκετές δεκαετίες και αιώνες, μέχρι να χρησιμοποιηθεί ευρύτερα. Οι περιοδικά επαναλαμβανόμενες υπερχειλίσεις των ποταμών αξιοποιούνταν για ελεγχόμενη διοχέτευση του νερού στους αγρούς και μ' αυτό τον τρόπο γινόταν το έδαφος καταλληλότερο για καλλιέργειες. Ήδη πριν από το 1700 π.κ.χ. είχαν εγκατασταθεί στη Βαβυλώνα, επί βασιλείας Χαμουραμπί, ανεμόμυλοι για την άντληση υδάτων άρδευσης.
Είναι προφανές ότι το αρδευτικό σύστημα που αποτελείτο από δεξαμενές, τάφρους, κανάλια, φράγματα κλπ., απαιτούσε σημαντικές τεχνικές δεξιότητες και χειρονακτική εργασία, τόσο για τη δημιουργία του, όσο και για τη συντήρησή του. Όλα αυτά δείχνουν ότι ήταν απαραίτητο να υπάρχουν προγραμματισμός και σωστή διαχείριση, άρα πρέπει να είχε δημιουργηθεί ήδη ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός.
Η γραφή

Αυτή περίπου την εποχή δημιουργήθηκε στη Μεσοποταμία (Σουμέριοι, ~3500 π.κ.χ.) και στην Αίγυπτο (~3000 π.κ.χ.) η γραφή. Σημαντικότερο κίνητρο γι' αυτή την επινόηση, η οποία άλλαξε τη ροή των εξελίξεων και επηρέασε αφάνταστα τον ανθρώπινο πολιτισμό, πρέπει να ήταν οι ανάγκες για καταγραφή προϊόντων και εργασιών και για εκτέλεση υπολογισμών. Μέχρι τότε μοναδική μέθοδος διατήρησης αρχείων ήταν η απομνημόνευση των εμπορικών συμφωνιών και των αγοραπωλησιών εδαφών και προϊόντων από τους ιερείς και τους όποιους κρατικούς (βασιλικούς) υπαλλήλους. Από την εποχή που διευρύνθηκαν η παραγωγή και το εμπόριο, ήταν επιτακτική η εξεύρεση μεθόδων δημιουργίας αρχείων. Είναι προφανές ότι κάθε τοπικός ιερέας ή διοικητικός υπάλληλος διατηρούσε μια λίστα με σημάδια, μάλλον σε κάποιο προστατευμένο αντικείμενο, π.χ. στον τοίχο της αποθήκης, περίπου όπως καταγράφουν τις μέρες οι φυλακισμένοι.Στη Μεσοποταμία καταγράφονταν σε κεραμικές πλάκες οι αριθμοί και τα είδη των οικόσιτων ζώων, καθώς και οι αγροτικές εκτάσεις που άλλαζαν ιδιοκτήτες κατά τις αγοραπωλησίες. Τέτοιες κεραμικές πλάκες έχουν βρεθεί κατά χιλιάδες και αποτελούν κατά κάποιο τρόπο αρχεία απογραφής και συμβόλαια μεταβιβάσεων. επρόκειτο δηλαδή για τις πρώτες λειτουργίες στατιστικής και υποθηκοφυλακείου στον ανθρώπινο πολιτισμό! Η γραφή αυτή αποτελείτο αρχικά από σημάδια, τα οποία εξελίχθηκαν σταδιακά σε σύμβολα με μορφή σφήνας, γι' αυτό και ο χαρακτηρισμόςσφηνοειδής γραφή. Από κάποια εποχή και μετά κωδικοποιήθηκαν αυτά τα σύμβολα και απέκτησαν φωνητική αξία. Έτσι έγινε σταδιακά δυνατή η καταγραφή του λόγου.

Στην Αίγυπτο αναπτύχθηκε η ιερογλυφική γραφή, η οποία θεωρείτο ότι είχε παραδοθεί στους ανθρώπους από τους θεούς. Σ' αυτή τη γραφή, η οποία έμεινε για πολλούς αιώνες αναλλοίωτη, χρησιμοποιούνται εικονογραφικοί χαρακτήρες για την απόδοση γραμμάτων, συλλαβών ή λέξεων. Παράλληλα με τα ιερογλυφικά αναπτύχθηκαν όμως απλούστερες μορφές γραφής. Για την καταχώριση πληροφοριών χρησιμοποιήθηκε, αντί των κεραμικών πινακίδων της Μεσοποταμίας, ο πάπυρος. Το υλικό αυτό προερχόταν από το χορτοειδές φυτό στις όχθες του Νείλου που φτάνει σε ύψος τα 3 μέτρα. Η γραφή στην Κίνα με τα ιδιόμορφα ιδεογράμματα παρουσιάζεται περί το 2500 π.κ.χ.

Μετά τη γεωργία, η επινόηση της γραφής αποτελεί το δεύτερο θεμελιώδους σημασίας επίτευγμα για την ανάπτυξη του πολιτισμού! Τρίτο επίτευγμα με τέτοια κεφαλαιώδη σημασία αποτελεί πολύ αργότερα (18ος-19ος αιώνας) η εισαγωγή της χρήσης του ατμού και ακολουθεί η χρήση του ηλεκτρισμού. Με την εισαγωγή της γραφής άρχισε να αποσυνδέεται η επικοινωνία από την προσωπική επαφή και την προφορική ανταλλαγή μηνυμάτων. Οι πληροφορίες ήταν πλέον δυνατόν να αποθηκευτούν, ανεξάρτητα από τη μνήμη των ανθρώπων.

Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι η χρήση της γραφής περιοριζόταν τους πρώτους αιώνες σε μικρό αριθμό ατόμων, κυρίως τα μέλη του θρησκευτικού ιερατείου και είναι σαφές ότι, όσοι μονοπωλούσαν αυτή τη γνώση (γραφή και ανάγνωση), κατείχαν σημαντική δύναμη στην κοινωνία. Αρχικά έγιναν αυτοί οι λίγοι αναντικατάστατοι και απέκτησαν αυξημένο κύρος, πέρα από αυτό που διέθεταν ως «μεσολαβητές» με το θεό. Με την πάροδο των δεκαετιών και των αιώνων ο αριθμός των γραφέων αυξήθηκε όμως, γιατί έπρεπε να συντηρούνται και να ενημερώνονται τα αρχεία με τις καταγραφές για το ιδιοκτησιακό καθεστώς των γεωργικών εκτάσεων που πλημμύριζαν κάθε τόσο και για την είσπραξη των φόρων, με το σχεδιασμό και τις εργασίες των αρδεύσεων, αλλά και τη σωστή διαχείριση της αγροτικής παραγωγής, ώστε να διατίθενται κατάλληλες ποσότητες για ιδιοκατανάλωση του λαού, για εμπόριο, αλλά και ως εφεδρείες για τυχόν περιόδους καταστροφών. Όλες αυτές και άλλες συναφείς και παρεπόμενες εργασίες απαιτούσαν ένα συνεχώς αυξανόμενο αριθμό γραφέων, οι οποίοι σταδιακά έπαψαν να ανήκουν στο ιερατείο και αποτέλεσαν αυτοτελές κοινωνικό σώμα με αρμοδιότητα στη διαχείριση του κράτους. Ήταν κατά κάποιο τρόπο οι πρώτοι δημόσιοι υπάλληλοι


Ιερογλυφική γραφή της Αιγύπτου.
Σημαντικό είναι επίσης ότι το πολιτισμικό άλμα που προέκυψε με την εισαγωγή της γραφής στην οργάνωση της κοινωνίας, ακολουθήθηκε από δραστικές κοινωνικές ανακατατάξεις.  νέα επαγγέλματα, νέος καταμερισμός εργασιών, νέες αρμοδιότητες στην οργάνωση του κράτους, του εμπορίου κλπ. Κάτι ανάλογο είχε συμβεί στις κοινωνίες και παλαιότερα με την καθιέρωση της γεωργίας και της κτηνοτροφίας. Στην πορεία αυτών των ανακατατάξεων διάφορες κοινωνικές ομάδες, αυτές που αποκτούν δύναμη αλλά και αυτές που θίγονται από τις εξελίξεις, αμφισβητούν την καθιερωμένη τάξη και προσπαθούν να την προσαρμόσουν στις ανάγκες τους. Οι δυνάμεις αυτές αναμετρόνται με τους παραδοσιακούς κατόχους της εξουσίας και το αποτέλεσμα είναι κατά κανόνα επαναστάσεις οι οποίες, άλλοτε επικρατούν και δημιουργούν μια νέα τάξη και νέο κατεστημένο, άλλοτε υποχωρούν και υφίστανται καταπίεση για κάποιο διάστημα, μέχρι την επόμενη προσπάθεια, και άλλοτε συμβιβάζονται με μια νέα κατανομή της εξουσίας. Αυτό το φαινόμενο, να έπονται δηλαδή των πολιτισμικών αλλαγών και των τεχνολογικών βελτιώσεων κοινωνικές ανακατατάξεις, παρατηρείται μέχρι των ημερών μας.


Οι μεταφορές


Οι πολιτισμοί που αναπτύχθηκαν στη Μεσοποταμία και την Αίγυπτο ήταν τελείως διαφορετικοί, παρ' ότι οι δύο αυτές περιοχές είχαν όμοια χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα και οι δύο περιοχές διέθεταν από ένα ποταμό, τον Ευφράτη και το Νείλο, με πλούσια παροχή νερού και εύκολα πλοηγήσιμους. Αυτό σημαίνει ότι είναι διαθέσιμη μια καλή οδός επικοινωνίας για το εμπόριο, αλλά και μια πηγή για άντληση νερού για την άρδευση. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι η γεωργία και το εμπόριο ήταν οι κύριοι πυλώνες της οικονομίας, τόσο στη Μεσοποταμία, όσο και στην Αίγυπτο.

Οι Σουμέριοι και οι μεταγενέστεροι Ασσύριοι και Βαβυλώνιοι χρησιμοποιούσαν φουσκωμένα δέρματα ζώων στεγανοποιημένα με πίσσα ή μικρά στρογγυλά πλεούμενα στεγανοποιημένα με πισσαρισμένα δέρματα για να μετακινηθούν στην πορεία του ρεύματος του Ευφράτη. Η αντίθετη διαδρομή γινόταν οδικά με γαϊδάρους. Στην Αίγυπτο κυλούσαν τα πλοία βόρεια με το ρεύμα του Νείλου και νότια με τους βόρειους ανέμους που πνέουν, κατά αγαθή τύχη, κατά μήκος του ποταμού.
Οι Σουμέριοι και οι Αιγύπτιοι καθιέρωσαν κάποια εποχή τον τροχό. Aπό τα ευρήματα εκτιμάται ότι αυτό συνέβη στη Μεσοποταμία περίπου ταυτόχρονα με την Αίγυπτο μεταξύ 6000 και 5000 π.κ.χ.  ακριβέστερη εκτίμηση δεν είναι δυνατή. Με τη βοήθεια του τροχού σύρονται τα κάρα πιο εύκολα από ανθρώπους και ζώα. Εκτιμάται ότι το κάρο με τροχούς επινοήθηκε ως βελτίωση του έλκηθρου που έσυραν άνθρωποι ή ζώα στο χώμα.


Νομίσματα, μέτρα και σταθμά


Ήδη την 3η χιλιετία π.κ.χ. ήταν στην Κίνα διαθέσιμα ως μέσα πληρωμής χάλκινα χειροτεχνήματα που παρίσταναν σπαθιά, εργαλεία, αλλά και διάφορα ψάρια, οικόσιτα ζώα, δημητριακά κ.ά., είδη που διέθεταν εκείνη την εποχή σημαντική ανταλλακτική αξία. Αυτή η επινόηση διευκόλυνε και διέδωσε το εμπόριο και αποτέλεσε ουσιαστικά το πρώτο βήμα για την καθιέρωση των νομισμάτων και την κατάργηση του ανταλλακτικού εμπορίου.


Αγαλματίδια σουμερικών θεοτήτων
Από τους πρώτους αιώνες του πολιτισμού άρχισαν να καθιερώνονται μέτρα και σταθμά, τα οποία ήταν απαραίτητα στην κατασκευή κτηρίων, δρόμων και γεφυρών, στην κοπτοραπτική ενδυμάτων, στο ανταλλακτικό εμπόριο κλπ. Είναι προφανές ότι ως πρώτες μονάδες μήκους χρησιμοποιήθηκαν μεγέθη που σχετίζονται με το ανθρώπινο σώμα και έχουν διατηρηθεί μέχρι σήμερα με ονομασίες, όπως δάκτυλος, βραχίων, πόδι κ.ά. Για το χρόνο αξιοποιήθηκαν τα φυσικά περιοδικά φαινόμενα, όπως ιδιοπεριστροφή της Γης (ημέρα), περιστροφή της σελήνης (μήνας), περιστροφή γύρω από τον Ήλιο (έτος) και οι υποδιαιρέσεις τους. Για τη μέτρηση υγρών (νερό, κρασί κ.ά.) ή δημητριακών υπήρχαν πρότυπα δοχεία, τα οποία βλέπουμε συχνά σε αρχαιολογικά μουσεία.

Από αναφορές σε αρχαία κείμενα για διαστάσεις κτηρίων και με τη βοήθεια σύγχρονων μετρήσεων σε όσα από αυτά δεν έχουν εξαφανιστεί, έγινε δυνατή η ερμηνεία των μονάδων που χρησιμοποιούνταν διάφοροι λαοί της Μεσοποταμίας, οι Αιγύπτιοι και οι Έλληνες. Για παράδειγμα, από τις ακριβείς περιγραφές του Πλούταρχου για τον Παρθενώνα και βάσει μετρήσεων που είμαστε σε θέση να εκτελέσουμε σήμερα, γνωρίζουμε με ακρίβεια τη μονάδα μήκους «αττικό πόδι» που χρησιμοποιούσαν οι Αθηναίοι.

Η πρώτη μονάδα που φαίνεται να κυριάρχησε στη Μεσοποταμία ήταν ο βραχίων, μόνο που κατά καιρούς είχαν καθιερωθεί βραχίονες με διαφορετικά μήκη. Οβασιλικός ή ιερός βραχίων οριζόταν από τον αγκώνα μέχρι την κορυφή του μεσαίου δακτύλου κάποιου βασιλικού προσώπου. Υποδιαιρέσεις αυτής της μονάδας ήταν η παλάμη, η μισή παλάμη, ο δάκτυλος κ.ά. Σε κείμενα της εποχής αναφέρεται ότι ο συγκεκριμένος βραχίων που ήταν επίσημη μονάδα μήκους για την κατασκευή κτηρίων και την αγοραπωλησία αγροκτημάτων, αντιστοιχούσε σε 7 παλάμες ή σε 28 δακτύλους. Οι μονάδες της ίντσας (inch), της γυάρδας (yard) και του ποδιού (foot) που χρησιμοποιούνται ακόμα σε αγγλοσαξονικές χώρες, προέρχονται από τις παλιές μεσοποτάμιες μονάδες, με διάφορες περιπετειώδεις μεταβολές στην πορεία των αιώνων.

Η υποδιαίρεση του κύκλου σε 360 μοίρες και η υποδιαίρεση της ημέρας σε ώρες, λεπτά και δευτερόλεπτα προέρχεται από τους Βαβυλώνιους, οι οποίοι είχαν ένα εξηκονταδικό αριθμητικό σύστημα, δηλαδή ένα σύστημα με βάση τον αριθμό 60. Πλεονέκτημα αυτής της επιλογής των Βαβυλωνίων είναι ότι ο αριθμός 60 διαιρείται με πολλούς αριθμούς και έτσι αποφεύγονται υπολογισμοί με υποδιαστολές.


Η θεολογική μεταλλουργία
Εργαζόμενοι αναδεύουν υλικά σε μεγάλο δοχείο.  
Όπως σε κάθε πολιτισμό εκείνων αλλά και μεταγενέστερων εποχών, έτσι και στον πολιτισμό της Μεσοποταμίας, οι άνθρωποι γέμιζαν τις σκέψεις και τη ζωή τους με θεούς και δαίμονες, νεράιδες και αερικά. Κάθε αντικείμενο, έμψυχο ή άψυχο, γειτονικό ή απόμακρο, κάθε διεργασία και κάθε φαινόμενο βρισκόταν υπό τον έλεγχο κάποιου πνεύματος και όλα μαζί αυτά τα πνεύματα παρακολουθούσαν διαρκώς τους ανθρώπους. Γι' αυτό ήταν απαραίτητο να διατηρούν οι άνθρωποι καλές σχέσεις με τα πνεύματα, κατά προτίμηση σχέσεις υποταγής, έτσι ώστε να έχουν αυτοί επιτυχία στη ζωή και στη δουλειά τους. Από εκεί προκύπτει η ανάγκη για τήρηση ηθικών κανόνων, ώστε να εξασφαλίζεται ο εξευμενισμός των πνευμάτων, οι οποίοι κανόνες όμως στην πραγματικότητα εξυπηρετούν τις τρέχουσες κοινωνικές λειτουργίες.Πάνω σε τέτοιο υπόβαθρο αντιλήψεων δημιουργήθηκαν οι μυθολογίες όλων των λαών της Γης, οι οποίες περιέχουν όμοιες φανταστικές δημιουργίες, πολλές από τις οποίες έχουν διασωθεί και διαδίδονται με παραλλαγές μέχρι των ημερών μας. Η δημιουργία και η διατήρηση τέτοιων ιδεοληψιών ευδοκιμούν, προφανώς, σε συνθήκες με απουσία γνώσης για τη φύση και τη ζωή και αυτό ακριβώς ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα των πληθυσμών εκείνων αλλά και μεταγενέστερων εποχών.

Οι θεοί και τα ουράνια σώματα σχετίζονταν στη Μεσοποταμία με διαφορετικά μέταλλα. Έτσι, ο βαβυλώνιος θεός Μαρντούκ ήταν ο «κύριος του χρυσού» και ο Ήλιος ήταν το ουράνιο σώμα που έλεγχε αυτό το μέταλλο. Η Σελήνη είχε υπό τον έλεγχό της τον άργυρο, ο 'Αρης το σίδηρο, η Αφροδίτη το χαλκό, ο Κρόνος το μόλυβδο κ.ο.κ. Τέτοιοι συσχετισμοί, οι οποίοι άλλαζαν κατά καιρούς, διασώθηκαν μέχρι των ημερών μας στηνΑστρολογία. Διάφοροι θεοί των Σουμέριων ασχολούνταν οι ίδιοι με τη μεταλλουργία: ο Έα ήταν προστάτης των σιδηρουργών, ο Τζίμπιλ, ο θεός της φωτιάς, ήταν γνωστός ως «θεϊκός σιδηρουργός». Αυτές οι αντιλήψεις πέρασαν αργότερα στους πολιτισμούς της ανατολικής Μεσογείου και στο ελληνικό δωδεκάθεο (Ήφαιστος) και συντηρούνται μέχρι των ημερών μας με τους άγιους «προστάτες» γεωγραφικών περιοχών, κοινωνικών ή επαγγελματικών ομάδων, κοινωνικών λειτουργιών κ.ά.

Οι τεχνίτες της Μεσοποταμίας κατέγραφαν σε κεραμικές πλάκες συνταγές για παραγωγή και επεξεργασία υλικών, π.χ. την παραγωγή σμάλτων με την προσθήκη χαλκού. Μαζί με τις τεχνικές οδηγίες καταγράφονταν βέβαια και διαδικασίες για τον εξευμενισμό των πνευμάτων που ήταν αναγκαίο να επέμβουν για να επηρεάσουν την επιτυχία της παραγωγής. Αυτές οι συνταγές ήταν γραμμένες σε σφηνοειδή γραφή, άλλοτε δυσνόητα και συγκεχυμένα, με λογοπαίγνια και συντμήσεις και άλλοτε σε απλή γλώσσα, χωρίς κάποια προσπάθεια να μπερδέψουν ή να φέρουν σε αμηχανία τον αναγνώστη. Εκτιμάται, σε συσχετισμό και με την τοποθεσία που βρέθηκαν οι διάφορες πλάκες, ότι η δεύτερη κατηγορία ήταν καλά προστατευμένες και δεν υπήρχε κίνδυνος να πέσουν στα χέρια και να διαβαστούν από ανθρώπους που δεν ανήκαν στη συγκεκριμένη συντεχνία.
Η Αίγυπτος
Στην Αίγυπτο υπήρχαν ήδη στους αιώνες του παλαιού βασιλείου (τρίτη χιλιετία π.κ.χ.), εκτός από τα μικρά σκάφη από πάπυρο και μεγαλύτερα ξύλινα, τα οποία διέθεταν ιστίο και πανί. Έτσι ήταν δυνατόν να αξιοποιηθεί ο άνεμος για πλεύσεις ενάντια στο ρεύμα. Επειδή οι κατοικημένες περιοχές της Αιγύπτου ήταν μία λουρίδα εκατέρωθεν του Νείλου και το δέλτα του ποταμού, το οποίο διαπερνούν πολλά ρυάκια, οι μεταφορές καλύπτονταν ικανοποιητικά στην Αίγυπτο με πλοία. Για τις μεταφορές εκτός του Νείλου χρησιμοποιείτο η δύναμη και υπομονή των γαϊδάρων. Οι Φαραώ και οι ανώτεροι υπάλληλοι του κράτους χρησιμοποιούσαν αργότερα στο κυνήγι και στον πόλεμο δίτροχες άμαξες με δύο άλογα, όπως προκύπτει από ταφικά και άλλα ανάγλυφα έργα. Η προέλευση της άμαξας και του αλόγου στην Αίγυπτο δεν είναι γνωστή, εκτιμάται όμως ότι τα έφεραν κατά τη δεύτερη χιλιετία π.κ.χ. επιδρομείς από την Ανατολή, πιθανόν οι Υξώς που κατέλαβαν περί το 12ο αιώνα π.κ.χ. ένα τμήμα της χώρας. Από αυτή την εποχή κατάγεται και μια άμαξα που βρέθηκε σε θηβαϊκό τάφο, η οποία έχει δύο ακτινωτούς τροχούς. Οι τροχοί αυτοί ήταν πολύ ελαφρύτεροι και κατασκευάζονταν με διάμετρο μέχρι 2 μέτρα. Έτσι, ένα αμάξι μπορούσε να τρέχει με τέτοιους τροχούς ταχύτερα σε ανώμαλα εδάφη.

Οι Αιγύπτιοι εισήγαγαν τεχνικές επινοήσεις από τη Μεσοποταμία, ιδιαίτερα στη μεταλλουργία, η οποία καθυστέρησε να αναπτυχθεί στην Αίγυπτο, επειδή τα μεταλλεύματα έπρεπε να εξορυχτούν με επίπονες διαδικασίες σε τοποθεσίες της ερήμου και να μεταφερθούν στις κατοικημένες περιοχές. Ο χρυσός αξιοποιείτο κυρίως για κοσμήματα και πολυτελή χρηστικά αντικείμενα, προβληματικό ήταν όμως για τους χρυσοχόους το φαινόμενο ότι μερικές φορές εμφανιζόταν, αντί χρυσού, ένα «διαφορετικό μέταλλο» που ονομάστηκε asem, το οποίο στον ελληνόφωνο χώρο ονομαζόταν ήλεκτρο. Σήμερα γνωρίζουμε ότι αυτό το υλικό ήταν χρυσός με μεγάλη περιεκτικότητα σε άργυρο και γι' αυτό ήταν ανοικτόχρωμο. Αν και αργότερα κατάφεραν οι αργυρο-χρυσοχόοι της Αιγύπτου να δημιουργήσουν τεχνητά asem, ως κράμα χρυσού και αργύρου, δεν εγκαταλείφθηκε η ιδέα περί διαφορετικού μετάλλου. Η έννοια του κράματος δεν ήταν γνωστή εκείνη την εποχή και δεν είναι απίθανο να θεωρείτο η παραγωγή ενός (δήθεν) αυτοτελούς μετάλλου από δύο άλλα μέταλλα ως μαγική διεργασία. Να σημειώσουμε ακόμα ότι πιθανόν να προήλθε από αυτή την αιγυπτιακή λέξη asem η διαδεδομένη ελληνική ονομασία ασήμι για τον άργυρο.

Η εξόρυξη του χαλκού γινόταν στη χερσόνησο του Σινά ήδη κατά την 3η χιλιετία π.κ.χ. και μαζί με τον ορείχαλκο (μπρούντζο, κράμα χαλκού και κασσιτέρου) που εισαγόταν από την Ασία, χρησιμοποιείτο για την κατασκευή διαφόρων εργαλείων. Στις Θήβες της Αιγύπτου βρέθηκαν ασσυριακά εργαλεία, όπως σιδερένια ράσπα (ξυλόλιμα) και τρυπάνια. Από το 1500 π.κ.χ. προέρχονται κατασκευές που έχουν ολοκληρωθεί σε τόρνο. Από το 900 π.κ.χ. είναι πλέον συνηθισμένη η χρήση του τόρνου στην ανατολική Μεσόγειο. Σε ένα είδος τόρνου της εποχής που ήταν γνωστός και στις Ινδίες, το λεγόμενο στυλωτό, είχε στερεωθεί ένα νεαρό φυτό, στερεωμένο στις ρίζες του, το οποίο λειτουργούσε σαν ελατήριο. Στα χυτήρια χρησιμοποιούσαν οι Αιγύπτιοι φυσερά, όπως παριστάνεται σε διάφορες απεικονίσεις, για να ανεβάζουν τη θερμοκρασία σε επιθυμητά επίπεδα (1200οC). Με τις τεχνικές χυτεύσεως που κατείχαν οι Αιγύπτιοι, είχαν κατασκευάσει ακόμα και ογκώδη πορτόφυλλα από ορείχαλκο.
Από την αρχαία Αίγυπτο έχουν διασωθεί μεγάλα πέτρινα γλυπτά και τοιχογραφίες με ζωηρά χρώματα. Από αυτές τις παραστάσεις προκύπτει μια εντύπωση για τις εργασίες της καθημερινής ζωής των Αιγυπτίων. Οι απεικονίσεις αυτές δεν είναι όμως ρεαλιστικές και οι φιγούρες φαίνονται άκαμπτες, σαν να παίρνουν στάσεις από μια χορευτική επίδειξη ή τελετουργική πράξη. Δίπλα σ' αυτές τις ζωγραφιές διακρίνονται ιερογλυφικά γράμματα με κουκουβάγιες, ανθρώπους σημαιούλες, λουλούδια, έντομα, τεθλασμένες γραμμές κ.ά.Σημαντικές ήταν και οι βελτιώσεις στην κεραμική τέχνη με την εισαγωγή του περιστρεφόμενου τροχού στα χρόνια του νέου βασιλείου (δεύτερο μισό της 2ης χιλιετίας). Ένα προϊόν με ευρεία διάδοση των Αιγύπτιων τεχνητών ήταν τα φαγιάνς (fayence), αγαλματίδια και κοσμήματα από πυριτική άμμο με λεπτή επικάλυψη γυαλιού. Με το ψήσιμο αποκτούσε αυτό το υλικό ανθεκτικότητα με ένα γαλανοπράσινο χρωματισμό, ο οποίος μπορούσε να προσαρμοστεί κατ' επιθυμία, ανάλογα με τις μεταλλικές προσμίξεις. Οι Αιγύπτιοι τεχνικοί κατείχαν επίσης σε σημαντικό βαθμό την υαλουργία και κατασκεύαζαν μικρά δοχεία από θαμπό γυαλί, στα οποία αποθηκεύονταν αλοιφές.

Μία επίσης «επαναστατική» επινόηση των Αιγυπτίων, εκτός από την ιερογλυφική γραφή, ήταν το ημερολόγιο. Με την υποδιαίρεση του έτους σε εποχές και σε μήνες έγινε ευκολότερος ο προγραμματισμός των αγροτικών και κτηνοτροφικών εργασιών. Οι αγρότες ήταν πλέον σε θέση να προσδιορίζουν με ακρίβεια το χρόνο των δραστηριοτήτων και να βελτιώνουν έτσι τα αποτελέσματα της εργασίας τους.

Κατά τα χρόνια του παλαιού βασίλειου των Φαραώ (τρίτη χιλιετία π.κ.χ.) άρχισε στην Αίγυπτο η συστηματική χρήση γρανιτικών λίθων για την κατασκευή ναών και τάφων για υψηλούς νεκρούς. Για τις συνήθεις κατοικίες συνεχιζόταν η χρήση πλίθρων από λάσπη του Νείλου που είχαν στεγνώσει (ψηθεί) στον ήλιο. Περί το έτος 2600 π.κ.χ.  χρησιμοποιήθηκε ασβεστολιθικό πέτρωμα για την ευρεία περιτείχιση του τάφου ενός Φαραώ, το οποίο πέτρωμα είχε διαμορφωθεί προηγουμένως με επιμέλεια σε συμπαγή δομικά στοιχεία (κυβόλιθοι). Για την κλιμακωτή πυραμίδα στο μέσο του ταφικού κέντρου χρησιμοποιήθηκαν περίπου 850.000 τόνοι από αυτά τα δομικά στοιχεία. Στην κατασκευή της μεγάλης πυραμίδας της Γκίζα (περί το 2500 π.κ.χ.) χρησιμοποιήθηκαν κυβόλιθοι βάρους 2,5 τόνων καθένας. Για τη μετακίνηση αυτών των τεράστιων όγκων δομικού υλικού δεν υπήρχαν προφανώς βαρούλκα και γερανοί. Χρησιμοποιήθηκαν γι' αυτό εκτεταμένες ράμπες, γλίστρες, βάρκες, μοχλοί, σκοινιά και τεράστιος αριθμός εργατών (σκλάβων). Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι πάνω από 100.000 άνθρωποι δούλεψαν γι' αυτές τις κατασκευές, περισσότερα από 20 χρόνια! Πέρα από τη χρήση των νέων υλικών και την κατασκευή ογκωδών κτηρίων, αυτό που αποτελεί πρωτοτυπία στα αιγυπτιακά δημόσια κτήρια είναι οι κίονες (στύλοι, κολώνες). Ήδη αυτή την εποχή αποτελούν μια ενιαία ενότητα ο στύλος, το κιονόκρανο και το πέδιλο, τα οποία θα αποτελέσουν αργότερα σημαντικά αρχιτεκτονικά στοιχεία στην ελληνική οικοδομική τέχνη. 




Χρονολογίες και δυναστείες της αρχαίας Αιγύπτου.

Περίπου 3 χιλιετίες π.κ.χ. καταγράφεται η πρώτη ιστορική χρήση του τόξου ως πολεμικού εργαλείου από τους αρχαίους Αιγυπτίους και συγκεκριμένα σε πόλεμο εναντίον των Περσών, οι οποίοι πολεμούσαν ακόμα με ακόντια και σφεντόνες. Το πρώτο τόξο ήταν ένα μακρύ κομμάτι ελαστικού ξύλου, το οποίο με την τοποθέτηση ενός τένοντα (χορδής) έπαιρνε καμπύλο σχήμα, περίπου όπως φτιάχνεται σήμερα ένα τόξο από καλάμι για παιχνίδι.

Πιθανολογείται ότι οι Ασσύριοι γύρω στο 1.200 π.κ.χ. προσέθεσαν στο απλό καμπύλο σχήμα του τόξου δύο προεκτάσεις στα άκρα σε σχήμα κύρτωσης αντίθετης προς την καμπύλη του τόξου, δημιουργώντας έτσι ένα νέο τύπο τόξου, το «αντίκυρτο τόξο» γνωστό. Το αντίκυρτο τόξο αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη στην πολεμική τεχνολογία, γιατί ήταν δυνατότερο και πολύ κοντύτερο, πράγμα που το έκανε πιο ευέλικτο και βολικό για τους έφιππους πολεμιστές. Σε σπουδαίους τοξότες, έφιππους και πεζούς, εξελίχθηκαν οι Σκύθες, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν ένα αντίκυρτο τόξο φτιαγμένο από ξύλο, τένοντα και κέρατο ζώου. Αυτό το τόξο διαδόθηκε ευρέως και έγινε γνωστό ως ασιατικό σύνθετο.

Από παπύρους ηλικίας μέχρι και 4.000 ετών προκύπτει ότι στην αρχαία Αίγυπτο υπήρχε ένα σημαντικό σύνολο ιατρικών γνώσεων, οι οποίες σε πολλά σημεία βέβαια ταυτίζονται με θρησκευτικές δοξασίες και δεισιδαιμονίες και ταυτόχρονα λειτουργεί ένα δίκτυο ιατρικών υπηρεσιών. Πρόκειται για εξαιρετικό δείγμα πολιτισμού που ήταν ήδη αρχαίος σε σχέση με τον ελληνορωμαϊκό. Οι πάπυροι αυτοί (Ebers, Edwin Smith κ.ά.) θεωρούνται ότι αποτελούν «...τον παλαιότερο στον κόσμο πυρήνα αληθινής επιστημονικής γνώσης» και «Οι γνώσεις τους για την ανατομία του ανθρώπινου σώματος είναι εντυπωσιακές, παρ' όλο που πολλά πράγματα δεν τα κατανοούσαν» (James Allen, metropolitan Museum New York).

Ο πάπυρος Ebers αποκαλύπτει ότι οι γιατροί της αρχαίας Αιγύπτου γνώριζαν καλά πως το αίμα αντλείται από τον καρδιακό μυ και κυκλοφορεί σ' όλο τον οργανισμό - αντίληψη που στη Δύση καθιερώθηκε μόλις τον 17ο αιώνα. Στον ίδιο πάπυρο αναφέρεται επίσης, πώς πρέπει να ράβονται τα τραύματα, ενώ περιέχονται και οι αρχαιότερες περιγραφές για τις επιπτώσεις των εγκεφαλικών κακώσεων και γίνονται αναφορές στη μήνιγγα, τη μεμβράνη που καλύπτει τον εγκέφαλο.

Αιγυπτιακός Πάπυρος (Πάτημα με το ποντίκι για μεγάλη εικόνα)
Το κείμενο του παπύρου που πήρε το όνομα του Edwin Smith (Σμιθ), ο οποίος κατά τον 19ο αιώνα αγόρασε τον πάπυρο και τον μετέφρασε, εντυπωσιάζει το σύγχρονο αναγνώστη με το πολύπλευρο περιεχόμενό του. Από τα πλέον αξιοπερίεργα, από τη σημερινή σκοπιά, στοιχεία του παπύρου είναι κείμενα τελετουργικών «επωδών» (ξόρκια) για εκδίωξη των δαιμόνων και προσέλκυση των καλών πνευμάτων.  ωστόσο στο μεγαλύτερο μέρος του παπύρου περιέχονται μεθοδικά εμπειρικές περιγραφές ασθενειών και τραυματισμών, διαγνώσεις και θεραπευτικές αγωγές.

Μερικές συμβουλές αναφέρονται στην επικάλυψη επιφανειακών πληγών με μέλι (φυσικός τρόπος καταπολέμησης βακτηριδίων) και στη χορήγηση σε ασθενείς παρασκευάσματος από λεπτό φλοιό ιτιάς, που περιέχει μια φυσική αναλγητική ουσία, χημικώς συγγενή με την ασπιρίνη! Σε άλλο σημείο του κειμένου συστήνεται η επίθεση μουχλιασμένου ψωμιού σε πληγές, κάτι που αποδείχθηκε τον 20ο αιώνα ότι μπορεί να προκαλέσει ευεργετικά αποτελέσματα λόγω της πενικιλίνης. Και παρ' ότι στην αρχαία Αίγυπτο ήσαν γνωστά τα μέταλλα, οι γιατροί χρησιμοποιούσαν σε επεμβάσεις νυστέρια πέτρινα, ιδίως από πυρόλιθο, ακονισμένα προσεκτικά λίγο πριν από την εγχείριση, ώστε η αναπτυσσόμενη θερμότητα κατά το ακόνισμα να τα αποστειρώνει.

Η προετοιμασία σορών για μουμιοποίηση χάρισε στους ειδικούς εκείνης της εποχής λεπτομερείς γνώσεις ανατομίας και περιποίησης τραυμάτων. Γνώριζαν ότι ο τραυματισμός στη μία κρανιακή πλευρά προκαλούσε παράλυση στην αντίθετη πλευρά του σώματος, ενώ στον πάπυρο περιέχεται ακόμη η συμβουλή στους γιατρούς, να διερευνούν κρανιακές κακώσεις με δακτυλοσκόπηση, πριν αποφανθούν με σαφήνεια για το είδος των πληγών.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, με συγκρατημένο ύφος και προσεκτική προσέγγιση, ο συγγραφέας ή οι συγγραφείς του παπύρου συστήνουν στους ιατρούς να «μην κάνουν τίποτε, παρά να περιμένουν να δουν εάν ο οργανισμός θα έχει μόνος του αντιδράσεις ίασης». Η συγγραφή αυτού του συγγράμματος τοποθετείται χρονικά στον 17ο αιώνα π.κ.χ., περίπου εννέα αιώνες μετά την ανέγερση των Μεγάλων Πυραμίδων και κάπου έναν αιώνα πριν από την εποχή του Μωϋσή. Στο κείμενό του χρησιμοποιούνται λέξεις που κατά τη συγγραφή του παπύρου ήσαν ήδη αρχαϊκές για τους αναγνώστες και ο συντάκτης τις επεξηγεί. Αυτό δείχνει ότι ο συγκεκριμένος πάπυρος αποτελεί αντίγραφο ντοκουμέντου παλαιότερου κατά μερικούς αιώνες.

Ο συγγραφέας έχει χρησιμοποιήσει το λεγόμενο ιερατικό γλωσσικό ιδίωμα της αιγυπτιακής γραφής που είναι πιο αφηρημένη γραφή από τα ιερογλυφικά. Εναλλάσσει μαύρη και κόκκινη μελάνη και καταγράφει συνολικώς 48 ιατρικές περιπτώσεις από την κορυφή της κεφαλής μέχρι τους ώμους και το στήθος. Εκεί σταματάει απότομα και οι ερευνητές συμπεραίνουν ότι στο πρωτότυπο κείμενο συνεχιζόταν η περιγραφή, μέχρι τα πόδια. Το γεγονός ότι στον πάπυρο γίνεται αναφορά κυρίως σε τραυματισμούς, παρακεντήσεις αποστημάτων και σε κατάγματα, δίνει την εντύπωση ότι πρόκειται για ένα εγχειρίδιο αντιμετώπισης τραυματισμών που προκλήθηκαν σε μάχες. Πάντως, σε μία περίπτωση ασχολείται ο συγγραφέας με την αφαίρεση όγκου από το στήθος, ενώ σε ένα πρόσθετο απόσπασμα γίνεται αναφορά σε συνταγή για παρασκευή «πομάδας», με την οποία πετυχαίνει ο χρήστης νεανικότερη εμφάνιση.

Με την πάροδο των δεκαετιών και αιώνων που διευρύνθηκε η επιρροή των «μεγάλων δυνάμεων» με κατακτήσεις εδαφών και υποδούλωση γειτονικών λαών, περισσότερο βέβαια τα κράτη της Μεσοποταμίας και λιγότερο η Αίγυπτος, αναπτύχθηκαν στην ανατολική Μεσόγειο διάφορες πόλεις, στις οποίες οι κάτοικοι επιδίδονταν σε ναυτικές και εμπορικές δραστηριότητες, όπως η Βύβλος, η Σιδών και η Τύρος. Σ' αυτές τις περιοχές είχαν εγκατασταθεί οι Φοίνικες, οι οποίοι επηρέασαν σχεδόν όλες τις παραμεσόγειες περιοχές με τη ναυσιπλοΐα και το εμπόριό τους. Μεταξύ 1100 και 700 π.κ.χ. ίδρυσαν οι Φοίνικες διάφορες «αποικίες», διασημότερη από τις οποίες ήταν η Καρχηδών (Carthago = Qart Hadas = Νέα Πόλη) στη σημερινή Λιβύη.

Σημαντική επιρροή των πολιτισμών της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου υπήρξε και στο χώρο του Αιγαίου, κυρίως στα νησιά των Κυκλάδων. Περί το 2500 π.κ.χ. φαίνεται να υπάρχει στο Αιγαίο σημαντική ευμάρεια, λόγω και των μεταλλευμάτων χρυσού, άργυρου, χαλκού, μόλυβδου και σιδήρου που ανακαλύφθηκαν στο υπέδαφος μερικών νησιών. Η Δήλος ήταν αυτή την εποχή κέντρο τεχνιτών και εμπόρων. Μετά το 2500 π.κ.χ. μετατίθεται όμως το επίκεντρο στην Κρήτη