23/9/11

Εισαγωγή III


Τεχνοσκεπτικισμός

Μια άλλου είδους κατηγορία τεχνοφοβικών στάσεων αφορά διανοούμενους με συγκροτημένες αντιλήψεις, οι οποίοι θεωρούν ότι μέχρι και το τέλος του 20ου αιώνα αναπτύχθηκε η τεχνολογία σε σημαντικό βαθμό ώστε, αφενός να μην έχουν αξιοποιηθεί ακόμα όλες οι εφευρέσεις και τεχνικές δημιουργίες και αφετέρου να μην έχει κατανοηθεί, ποιες είναι οι βαθύτερες επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον και την κοινωνία από αυτές τις τεχνολογικές εξελίξεις.

Θα έπρεπε λοιπόν, υποστηρίζουν οι συγκεκριμένοι στοχαστές, με δεδομένες και αναμφισβήτητες τις πιθανότητες σημαντικών καταστροφικών εξελίξεων που θα καταλογιστούν στον τεχνολογικό τομέα, να περιοριστεί η υποστήριξη της κοινωνίας (χρηματοδότηση!) σ' αυτό το είδος των επιστημονικών δραστηριοτήτων, ώστε να αξιοποιηθούν πρώτα τα έτοιμα και, ταυτόχρονα, να μελετηθούν καλύτερα, μακροπρόθεσμα και σε παγκόσμια κλίμακα οι επιπτώσεις των τεχνολογικών επιτευγμάτων. Θα είναι έτσι δυνατόν, λέγεται, να καταστρωθεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο πάνω σε ηθικές βάσεις για την πορεία της ανθρωπότητας στους επόμενους αιώνες.

Αναμφισβήτητα, οι θετικές επιστήμες και η τεχνολογία είναι δυνατόν να κατηγορηθούν! Σχεδόν κάθε νέα επινόηση περιέχει και το σπέρμα της κατάχρησής της, όπως συνέβη:
  • με την πυρηνική ενέργεια που αξιοποιήθηκε μεν για ειρηνικούς ιατρικούς, ενεργειακούς κ.ά. κοινωνικούς σκοπούς, αλλά πρωτίστως αναπτύχθηκε σε μεγάλη κλίμακα και χρησιμοποιήθηκε ως όπλο μαζικής καταστροφής,
  • με τα φυτοφάρμακα και εντομοκτόνα, τα οποία απαλλάσσουν μεν από ασθένειες και βελτιώνουν την παραγωγή, αλλά ταυτόχρονα επιβαρύνουν συσσωρευτικά το οικοσύστημα,
  • με την προσπάθεια για εξερεύνηση του ηλιακού συστήματος και την αποίκιση γειτονικών πλανητών που αξιοποιείται όμως ταυτόχρονα και ως απειλή κατά ανταγωνιστικών κρατών και κοινωνιών για επίθεση και καθυπόταξη,
  • με τη διάδοση και χρήση από ευρύτατες πληθυσμιακές ομάδες κινητών τηλεφώνων και πιστωτικών καρτών που διευκολύνουν μεν πάρα πολύ τις επικοινωνίες και τις οικονομικές δοσοληψίες, αλλά παράλληλα δίνουν την ευχέρεια σε ανεξέλεγκτους μηχανισμούς να ελέγχουν κάθε πολίτη που θα βάλουν ως στόχο,
  • με την ευρύτερη διάδοση της ηλεκτρονικής επικοινωνίας που φέρνει τους ανθρώπους από διαφορετικές πόλεις, χώρες και ηπείρους εγγύτερα, αλλά ταυτόχρονα οδηγεί σε υποβάθμιση της ομιλούμενης και γραπτής γλώσσας και στην απρόβλεπτη μεταλλαγή των διανθρώπινων σχέσεων,
  • με τη δυνατότητα μεταμοσχεύσεων ζωτικών ανθρώπινων οργάνων που δημιουργεί προύποθέσεις μεγαλύτερης διάρκειας και καλύτερης ποιότητας ζωής, αλλά ταυτόχρονα οδηγεί στον κανιβαλισμό σε βάρος φτωχών και ανήμπορων ανθρώπων κλπ.
Ουδείς άνθρωπος με συγκροτημένη παιδεία είναι δυνατόν να αμφισβητήσει τις (με τις σημερινές αντιλήψεις μας) απορριπτέες χρήσεις ορισμένων τεχνολογιών. Η προβαλλόμενη δε από τους συνειδητοποιημένους σκεπτικιστές ανάγκη για ενδελεχή μελέτη των επιπτώσεων της τεχνολογίας σε παγκόσμια κλίμακα δεν πρέπει να παρακάμπτεται ως προσχηματική ή περιττή.

Ο Bertold Brecht καταλήγει στο έργο του «Η ζωή του Γαλιλαίου» στην «καταδίκη» του μεγάλου ερευνητή, όταν πληροφορείται ο ίδιος ο συγγραφέας, αρχικά στη Δανία όπου ζούσε, για την τρομακτική καταστροφική δύναμη της πυρηνικής ενέργειας και αργότερα, στην Αμερική, για την έκρηξη πυρηνικών βομβών στο Ναγκασάκι και στη Χορσίμα. Αυτή η φιλολογική καταδίκη του Γαλιλαίου ήρθε δε περίπου στην εποχή που η Καθολική Εκκλησία αποκαθιστούσε ηθικά τον πρωτοπόρο φυσιοδίφη. Ο Γαλιλαίος αυτοκατηγορείται σ' αυτό το έργο του Brecht με τα λόγια: «Αν είχα καταλάβει να μη διαδίδω γνώσεις χωρίς περίσκεψη...»

Τελικά, σύμφωνα με αυτή τη λογική, ο Ιεροεξεταστής έχει δίκιο και ο Γαλιλαίος άδικο στο δίλημμα αποσιώπηση ή διάδοση των γνώσεων. Όμως, καταρχάς φαίνεται ότι οι ιδέες για περιορισμό των τεχνολογικών εξελίξεων, με στόχο μια ηθικοποίηση της επιστήμης και της κοινωνίας, είναι αντιεπιστημονικές και, σε πρακτικό επίπεδο, ανεφάρμοστες! Επίσης, δεν συνάδουν με τη νοοτροπία της προόδου που χαρακτηρίζει, αφενός την κοινωνία μας, από την Αναγέννηση και εντεύθεν και αφετέρου τους ερευνητές, οι οποίοι πάντα, όποτε βρέθηκαν μπροστά σε ένα επιστημονικό ή τεχνολογικό δίλημμα, προσπάθησαν να το αντιμετωπίσουν. Η προσδοκία ότι ένα παγκόσμιο σύστημα «ποτοαπαγόρευσης» θα δώσει αποτελέσματα, είναι μάλλον αφελής.

Πέρα απ' αυτά, αν έπρεπε να απαγορευτεί οτιδήποτε προκάλεσε στο παρελθόν καταστροφές ευρείας κλίμακας και απειλεί να τις επαναλάβει στο μέλλον, τότε θα έπρεπε να απαγορευτούν όλες οι θρησκείες!

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης παρουσιάζει σε μια ομιλία του («Η τεχνοεπιστήμη» από τις «Ομιλίες στην Ελλάδα», βλέπε βιβλιογραφία), εκτυπωμένη σε 40 σελίδες, τα προβλήματα από την απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της τεχνολογίας αλλά, πέρα από την καταγραφή συγκεκριμένων περιπτώσεων και μια αμήχανη πρόβλεψη για το μέλλον, δεν έχει κάποια συγκεκριμένη λύση, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει στόχο των πολιτικών και των επιστημόνων για την αντιμετώπιση τυχόν αρνητικών εξελίξεων.

Η εργαστηριακή τράπεζα, πάνω στην οποία πραγματοποίησαν 
οι Hahn και Strassmann την πρώτη σχάση ατόμου.

Μία προφανής λύση φαίνεται να εντοπίζεται σήμερα στη διακοπή από το κράτος της χρηματοδότησης για πειράματα προς τέτοιες «επικίνδυνες» κατευθύνσεις. Μόνο που, πρώτον, ουδείς γνωρίζει εκ προοιμίου ποιες από τις κατευθύνσεις είναι «επικίνδυνες»· η κατηγοριοποίηση εκ του αποτελέσματος είναι σ' αυτή την περίπτωση άνευ ουσίας!

Δεύτερον: Κατ' αρχήν, η κατασκευή της ατομικής βόμβας που απειλεί τον πολιτισμό μας λόγω πιθανής χρήσης της από πυρηνικές δυνάμεις, έγινε με πρωτοβουλία και αδρή χρηματοδότηση της αμερικανικής κυβέρνησης, ήταν δηλαδή πολιτική απόφαση, όχι επιστημονική ή τεχνολογική. Η πρώτη σχάση του ατόμου που άνοιξε το δρόμο για όλες τις μεταγενέστερες επιστημονικές ανακαλύψεις και τεχνολογικές κατασκευές, έγινε όμως το 1938 από τους Hahn (Χαν) και Strassmann (Στράσμαν), με σημαντική προεργασία της Lise Meitner (Μάιτνερ) σχεδόν αδαπάνως πάνω σε ένα εργαστηριακό τραπέζι! Κοιτάζοντας ο επισκέπτης σήμερα αυτό το εργαστηριακό τραπέζι στο μουσείο, νομίζει ότι έχουν ξεχαστεί πάνω του άχρηστα καλώδια και μερικά όργανα...

Από το εργαστηριακό τραπέζι των Χαν και Στράσμαν μέχρι την ατομική βόμβα των Αμερικάνων παρενεβλήθησαν, βέβαια, πολλές δεκάδες χιλιάδες ερευνητές και δαπανήθηκαν σημαντικά κονδύλια. Αν δεν υπήρχε η πίεση λόγω του εξελισσόμενου β' παγκόσμιου πολέμου, η κατάληξη στη βόμβα πιθανόν να καθυστερούσε μία-δύο δεκαετίες, ήταν όμως αναπότρεπτη.

Πέρα απ' αυτά, σήμερα είναι γνωστό ότι κάθε ομάδα ατόμων με κατάρτιση στην Πυρηνική Φυσική μπορεί με πληροφορίες από περιοδικά και βιβλία και με υλικά που είναι ελεύθερα διαθέσιμα στο εμπόριο, να κατασκευάσει μία «απλή» ατομική βόμβα. Με μια τέτοια βόμβα δεν είναι δύσκολο να προκληθεί, για πολιτικούς ή εγκληματικούς σκοπούς, ο θάνατος και η ραδιενεργή μόλυνση μερικών εκατομμυρίων ανθρώπων.

Όσοι ισχυρίζονται λοιπόν πως ο μεθοδευμένος από το κράτος περιορισμός της τεχνολογικής εξέλιξης θα μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις, παραβλέπουν, αφενός ότι ο μεμονωμένος επιστήμονας ή μικρές ομάδες επιστημόνων δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν με κανένα προληπτικό ή κατασταλτικό τρόπο σε μια ελεύθερη κοινωνία, αφετέρου ότι, κι αυτό είναι το σημαντικότερο, η ίδια η τεχνολογία που προκαλεί διάφορες ανεπιθύμητες και επικίνδυνες παρεκβάσεις, είναι η μόνη που μπορεί να δημιουργήσει και το αντίδοτο σ' αυτές. Πώς θα ήταν δυνατή η όποια μεθοδευμένη, συνολική, διορθωτική παρέμβαση στη φύση και την κοινωνία, αν δεν είναι διαθέσιμα νεότερα επιστημονικά και τεχνολογικά μέσα, από την παραγωγή προϊόντων και ενέργειας μέχρι τη διάχυση πληροφοριών και τον έλεγχο των εξελίξεων στο γενετικό τομέα;

Και κάτι ακόμα επ' αυτού: σίγουρα, η έκρηξη στον πυρηνικό αντιδραστήρα του Τσερνομπίλ στη δεκαετία του 1990 οφείλεται σε πλημμελή έλεγχο της τεχνολογίας, αλλά η καταστροφή από τον τυφώνα στη Νέα Ορλεάνη, η οποία προκάλεσε περίπου ίδιο αριθμό θυμάτων με εκείνα στην Ουκρανία, όπως και τα χιλιάδες ανθρώπινα θύματα που ακολουθούν κάθε χρόνο τις πλημμύρες στο δέλτα του ποταμού Μπραμαπούτρα στο ασιατικό Μπάγκλα Ντες, αποτελούν συνηθισμένες καταστάσεις γι' αυτές τις γεωγραφικές περιοχές. Σε όλες αυτές και σε άλλες όμοιες περιπτώσεις όμως, οι συνέπειες των όποιων καταστροφών μόνο με τη χρήση της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν - η εποχή που έστηναν παρακλητικές στήλες σε θεούς και αγίους κατά της πανούκλας, έχει περάσει ανεπιστρεπτί...

Όσοι, ακόμα, διαβλέπουν σε μια αδρανοποίηση ορισμένων επιστημονικών και τεχνολογικών κατευθύνσεων τη δυνατότητα για μεγαλύτερη ανάπτυξη των ανθρωπιστικών επιστημών (λόγω οικονομικού περισσεύματος!) μάλλον παραβλέπουν ότι, οι φιλοσοφικές, φιλολογικές, καλλιτεχνικές κ.ά. σπουδές και μελέτες θα παρακμάσουν μακροπρόθεσμα επίσης, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, αφού θα πάψουν να δέχονται συνεχώς ερεθίσματα και υποστήριξη από την τεχνολογία. Για παράδειγμα, η φιλοσοφία στα τέλη του 20ου, αρχές του 21ου αιώνα προϋποθέτει γνώση των πορισμάτων της Φυσικής, Χημείας και Βιολογίας και των μεθόδων τους, αλλιώς κάθε προβληματισμός για τη ζωή και τον κόσμο εκφυλίζεται σε συζήτηση περί όνου σκιάς...

Δεν επιτρέπεται, τέλος, να παραλείψουμε την αναφορά και στη νομιμοποίηση του φορέα που θα διακρίνει το χρήσιμο από το επικίνδυνο και, στην ανάγκη, θα αναπροσανατολίζει την παραγωγή γνώσης. Προφανέστατα, ο εκκλησιαστικός μηχανισμός του Μεσαίωνα θα αξιοποιούσε ο ίδιος με ιδιαίτερη προτίμηση κάθε εφεύρεση, με την οποία θα μεγιστοποιούσε τη δύναμη και τον πλούτο του, πράγμα που το έκανε σε πολλές περιπτώσεις. Άρα, δεν υπήρξε ποτέ και δεν μπορεί να γίνει ανιδιοτελής φορέας αυτής της νομιμοποιητικής λειτουργίας, δεδομένου ότι και σήμερα ακόμα αυτοκατηγορούνται χριστιανοί κληρικοί για ροπή προς «φιληδονία, φιλαργυρία και εξουσιομανία», χαρακτηριστικά που τους καθιστά, ως σώμα, τελείως ακατάλληλους για ηθική καθοδήγηση άλλων ανθρώπων.

Οι αναδεικνυόμενοι κατά καιρούς ηγέτες ισχυρών κρατών προσπαθούν μεν να περιορίσουν τη διάδοση καταστροφικών τεχνολογιών, πιθανώς προβληματικών μεθόδων της Γενετικής κ.ά., αλλά μόνο στο βαθμό που προκύπτουν ανταγωνιστές στα υπάρχοντα μονοπώλια. Η ιδέα για κάποιο όργανο παγκόσμιου ελέγχου βάσει ηθικών και δημοκρατικών κριτηρίων έχει αποτύχει, όπως φαίνεται από την ελεγχόμενη λειτουργία του ΟΗΕ (βέτο μεγάλων δυνάμεων) και περιθωριοποίησή του όταν δεν εξυπηρετεί (Γιουγκοσλαβία, Ιράκ).

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι και στο μέλλον δεν μένει παρά να συνυπάρχουν δίπλα δίπλα, η ελπίδα και ο κίνδυνος που περικλείει το δυναμικό της επιστήμης και της τεχνολογίας να γίνει αίτιο δημιουργίας ή καταστροφής. Η τελική απόφαση εναπόκειται στον σκεπτόμενο άνθρωπο, του οποίου μοναδικό ασφαλές στήριγμα αποτελεί η ολοκληρωμένη παιδεία!

Άγνοια των δυνατοτήτων της τεχνολογίας

Ένα ακόμα φαινόμενο, το οποίο αποτελεί επίσης συνέπεια των προαναφερόμενων κεντρικών εκπαιδευτικών επιλογών που περιέγραψε ο Σνόου, χαρακτηρίζει ειδικότερα το νεοελληνικό μορφωτικό χώρο: Από πολλές συζητήσεις με νέους σπουδαστές τεχνικών κατευθύνσεων, αποφοίτους Γενικού Λυκείου, διαπιστώνεται ότι αυτοί, σε σημαντικό ποσοστό, αγνοούν τους λόγους που γίνονται αντικείμενο μελέτης τα τεχνικά και άλλα έργα των αρχαίων λαών.

Επίσης, δεν φαίνεται να έχουν μια αποδεκτή εικόνα για το επίπεδο και τις δυνατότητες της σύγχρονης Τεχνολογίας. Για παράδειγμα, σε ερώτηση κρίσης προς σπουδαστές, γιατί δεν κατασκευάζουμε σήμερα ένα κτήριο σαν τον Παρθενώνα και με υποβολή κατάλληλων συμπληρωματικών ερωτήσεων, εκμαιεύονται συνήθως απαντήσεις του είδους ότι σήμερα οι επιστήμονες διαθέτουν περιορισμένες γνώσεις Στατικής και Αντοχής Υλικών σε σχέση με αυτές που διέθεταν οι Αθηναίοι τον 5ο π.Χ. αιώνα, ότι οι σύγχρονοι τεχνίτες δεν είναι σε θέση να επεξεργαστούν το μάρμαρο, όπως οι αρχαίοι συνάδελφοί τους, ότι μια μηχανή επεξεργασίας μαρμάρου δεν είναι δυνατόν να κατασκευάσει κίονες οποιουδήποτε αρχαίου ρυθμού κ.ο.κ.

Τέτοιες αντιλήψεις, εξώφθαλμα εσφαλμένες, εκφράζονται από ένα σημαντικό μέρος των νέων κατά τις τελευταίες δεκαετίες και, κατά συνέπεια, θα εκφράζονται και τις επόμενες δεκαετίες από το μέσο όρο του γενικού πληθυσμού! Για τη δημιουργία τέτοιων εσφαλμένων αντιλήψεων πιστεύουμε ότι ευθύνονται: Αφενός η «πλύση εγκεφάλου», κυρίως από τους φιλολόγους στα σχολεία και τους αρχαιολόγους στους αρχαιολογικούς χώρους και στα μουσεία, με αγιογραφικές περιγραφές υπερβάλλοντος θαυμασμού, για τον (διαφορετικού είδους από το σημερινό) πολιτισμό της κλασικής ελληνικής εποχής. Αφετέρου, η αποσπασματική διδασκαλία στο σχολείο, αλλά συχνά και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των φυσικοχημικών και τεχνολογικών μαθημάτων και χωρίς σαφείς συσχετισμούς με τις σύγχρονες τεχνολογικές κατακτήσεις, οι οποίες φυσικά ήταν αδιανόητες την αρχαία εποχή.

Αλλά και κατά τη διδασκαλία τεχνικών θεμάτων του αρχαίου ή του σύγχρονου κόσμου στα σχολεία, επιλέγονται προς ανάπτυξη πρωτίστως αντικείμενα εντυπωσιασμού, «δαιδαλώδη ανάκτορα» της Κνωσού, «κυκλώπεια τείχη» των Μυκηνών κ.ά. και δευτερευόντως ή καθόλου το σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης των ανακτόρων που εξασφαλίζει την υγιεινή συμβίωση μεγάλου αριθμού ατόμων σε περιορισμένο χώρο, τα εγγειοβελτιωτικά έργα της Κωπαΐδας και της Τίρυνθας που δημιούργησαν εύφορα εδάφη προς καλλιέργεια και κατά συνέπεια οδήγησαν σε βελτίωση της διατροφής του πληθυσμού κ.ο.κ. (Κλαίρη Παλυβού: «Οικοδομική τεχνολογία των προϊστορικών χρόνων», στο περιοδικό «Αρχαιολογία», τεύχος 94, βλέπε βιβλιογραφία)

Ως προς τις ανακρίβειες και υπερβολές σε σχέση με τις τεχνικές δυνατότητες του αρχαίου κόσμου αναφέρουμε εδώ μερικά ενδεικτικά παραδείγματα που αλιεύθηκαν σε εύκολα προσβάσιμες πηγές:
  • Στο περιοδικό ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ που προαναφέρθηκε, περιέχεται σε άρθρο για την «Υφαντική τέχνη την εποχή του χαλκού», μεταξύ άλλων το εξής: «Οι κλωστές που παράγονταν τότε ήταν εξαιρετικά λεπτές, τόσο λεπτές που δεν μπορούν να αναπαραχθούν πια.» Με τη διατύπωση αυτή υπονοείται ότι δεν υπάρχουν σήμερα μηχανές και τεχνικές που θα μπορούσαν να παράγουν μια λεπτή κλωστή, όπως εκείνες της μυκηναϊκής εποχής, πράγμα που δηλώνει πλήρη άγνοια εκ μέρους της συγγραφέως του άρθρου για τις δυνατότητες της σύγχρονης υφαντουργικής τεχνολογίας, αλλά και της νανοτεχνολογίας (~10-9m) με ελαστικά νήματα άνθρακα, 20 φορές ανθεκτικότερα από αντίστοιχο χάλυβα, όπου γίνεται επεξεργασία της ύλης σε κλίμακα ατόμου και μορίου με στόχο τη δημιουργία νέων υλικών και λειτουργιών.
  • Σε πινακίδα του αρχαιολογικού χώρου της Κνωσού, στην οποία περιγράφεται η λεγόμενη «Νοτιοανατολική Οικία» του ανακτόρου, πιθανολογείται η ύπαρξη μινωικού χαλυβουργικού κλιβάνου!


    Ακόμα κι αν θεωρήσουμε ως απαρχή της παραγωγής του χάλυβα (=σίδηρος με πρόσμιξη άνθρακα) την εποχή περί το 1200 π.Χ., όταν αξιοποιήθηκαν από διάφορους πολιτισμούς υπολείμματα σιδηρούχων μετεωριτών που είχαν πέσει στη Γη ή την εποχή περί το 1000 π.Χ., όταν άρχισε να παράγεται συστηματικά ο σκληρός σίδηρος (χάλυβας, ατσάλι), σίγουρο είναι ότι η μινωική εποχή είναι προγενέστερη ακόμα και της χρήσης του σιδήρου στον ελληνικό χώρο. Πέρα απ' αυτά, παραγωγή χάλυβα με γνώση των συντελούμενων διεργασιών, άρχισε να πραγματοποιείται μόλις κατά το 19ο αιώνα.
Αυτά αφορούν τα εκπεμπόμενα μηνύματα από φιλολόγους και αρχαιολόγους, τα οποία εκλαϊκεύονται και διαχέονται με δημοσιογραφικές περιγραφές και καταλήγουν σε διατυπώσεις τής μορφής: «Η θυροτηλεόραση οφείλει την ύπαρξή της σε τεχνολογικό επίτευγμα των αρχαίων Ελλήνων» (Ελευθεροτυπία, Τα αρχαία μηχανήματα, ένθετο στις 17-7-2005). Και στην πραγματικότητα δεν εννοεί οτιδήποτε σχετίζεται με τηλεόραση, αλλά αναφέρεται στην τηλεπισκόπηση χώρου, π.χ. της εισόδου σπιτιού, η οποία τηλεπισκόπηση γινόταν στην Αρχαιότητα με έναν απλό καθρέφτη, όπως αυτός που υπάρχει σήμερα στα αυτοκίνητα.

Θα ήταν βέβαια δυνατόν οι δέκτες αυτών των μηνυμάτων να αναγνωρίζουν και να απορρίπτουν τέτοια φαινόμενα άγνοιας ή βαριάς αμέλειας. Όμως, οι σπουδαστές που μόλις έχουν αποφοιτήσει από τα Λύκεια και πρόκειται να παρακολουθήσουν μαθήματα τεχνολογικού προσανατολισμού, αφενός είχαν εκεί διδάσκοντες που δείχνουν σε σημαντικό ποσοστό τεχνο-φοβία και/ή τεχνο-νωθρότητα, όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα (Ελένη Κoνιδάρη: «Εκπαιδευτικοί και νέες τεχνολογίες», βλέπε βιβλιογραφία), αφετέρου δεν έχουν βρεθεί ποτέ προηγουμένως σε χώρους παραγωγής, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσουν τα προσλαμβανόμενα μηνύματα και να εκτιμήσουν την πραγματική μορφή και τον τρόπο χρήσης των πραγμάτων που θα συναντήσουν στις σπουδές και σε διάφορους χώρους τεχνολογικών εκθεμάτων και περιγραφών.

Συναφές με τον προβληματισμό που διατυπώνεται εδώ είναι ένα περιστατικό, το οποίο περιγράφει σε επιστολή του ο διάσημος Φυσικός, Richard Feynman (Φέυνμαν, 1918-1988). Είχε επισκεφτεί την Αθήνα και ξεναγήθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Γράφει στην επιστολή του:

«Περπάτησα (στο μουσείο) και είδα τόσα πολλά που τα πόδια μου άρχισαν να πονάνε... Τέλος, είχα βαρεθεί, επειδή έβλεπα συνεχώς όμοια πράγματα. Υπήρχε όμως κάτι διαφορετικό από τα άλλα έργα, κάτι πολύ παράξενο, σχεδόν απίστευτο. Το είχαν ανασύρει απ' τη θάλασσα το έτος 1900, ήταν κάποιο είδος μηχανής με μεγάλους οδοντωτούς τροχούς. Έμοιαζε πολύ με το εσωτερικό ενός ρολογιού με ελατήριο. Υπήρχαν πολλοί τροχοί, προσαρμοσμένοι μεταξύ τους, με πολύ κανονικά "δόντια", καθώς και βαθμολογημένοι κύκλοι με χαραγμένες επάνω τους ελληνικές επιγραφές ... (σημείωση: εννοεί το «Μηχανισμό των Αντικυθήρων»).



»Ρώτησα την αρχαιολόγο για τη μηχανή που είχα δει στο μουσείο - αν είχαν βρεθεί άλλες τέτοιες μηχανές ή απλούστερες που οδήγησαν στην κατασκευή της - αλλά ούτε που καταλάβαινε για ποιο πράγμα τη ρωτούσα ... Μου ζήτησε να της εξηγήσω το ενδιαφέρον μου και τον εντυπωσιασμό μου για τη μηχανή ... Πόση άγνοια έχουν οι άνθρωποι που έκαναν κλασικές σπουδές. Κι ύστερα αναρωτιέμαι, γιατί δεν εκτιμούν την εποχή τους, δεν ανήκουν σ' αυτήν, δεν την καταλαβαίνουν ... Κάποια κυρία από το προσωπικό του μουσείου παρατήρησε, όταν της είπαν ότι ο Αμερικανός καθηγητής ήθελε να μάθει περισσότερα για το έκθεμα 15087: "Απ' όλα αυτά τα ωραία πράγματα του μουσείου, γιατί στάθηκε ειδικά σεεκείνο το έκθεμα; Γιατί είναι τόσο σημαντικό;" ...
» (R.Feynman: «Τι σε νοιάζει εσένα τι σκέφτονται οι άλλοι;», Τροχαλία, Αθήνα.)

Πρόκειται για μια διεισδυτική περιγραφή της αφέλειας και άγνοιας πολλών από τους Φιλολόγους/Ιστορικούς για την τεχνολογία, μπροστά σε ένα αρχαιολογικό εύρημα, του οποίου η ύπαρξη δείχνει ότι η επινόηση του μηχανικού ρολογιού και των λεπτομηχανικών κατασκευών γενικότερα που προέκυψε κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, θα μπορούσε να είχε συμβεί σχεδόν μιάμιση χιλιετία προηγουμένως - με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν για τις τεχνολογικές, επιστημονικές και κοινωνικές εξελίξεις.

Θα ήταν δυνατόν να θεωρήσει κάποιος, με αρκετή φαντασία, αυτή την περιορισμένη κατανόηση των αποφοίτων Λυκείου και των επαγγελματιών του κλασικού κύκλου σπουδών για τη σημασία και τις δυνατότητες της σημερινής Τεχνολογίας ως παρενέργεια μιας σχεδιασμένης επιλογής του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο, όπως υποστηρίζεται, κυρίως από Ιστορικούς και Φιλολόγους, στηρίζεται ακόμα και σήμερα στο σχήμα του Μεσαίωνα, στη Δύση η πράξη, στην Ανατολή η θεωρία· μια αντίληψη που καλλιεργείτο τη βυζαντινή εποχή από τους διανοούμενους, διαχειριστές της κληρονομιάς του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και εξυπηρετούσε τη δικαιολόγηση του φαινομένου της σταδιακής πολιτισμικής και μορφωτικής υποχώρησης στην Ανατολή. Σήμερα γνωρίζουμε όμως ότι, ούτε και σε θεωρητικούς τομείς αναδεικνύονται κατά μέσο όρο οι σημερινοί Έλληνες, δεδομένου ότι:
  • σε όλες τις αξιολογήσεις της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ καταλήγουν οι αξιολογούμενοι μαθητές σε μια από τις τελευταίες θέσεις κατατάξεως (βλέπε πορίσματα της δραστηριότητας PISA),
  • οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ανάμεσά τους φιλόλογοι, θεολόγοι, φυσικοί, μαθηματικοί κ.ά., αποτυγχάνουν παταγωδώς στις εξετάσεις του ΑΣΕΠ (το έτος 2005 περί το 90% κάτω από τη βάση).
Μπορούμε να συμπεράνουμε λοιπόν ότι, οι εκφράσεις τεχνοφοβίας και άγνοιας των σύγχρονων τεχνολογικών δυνατοτήτων προκύπτουν, πρωτίστως βέβαια από τη μειωμένη αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού μας συστήματος, αλλά στη συνέχεια και από τη διάχυση και ανακύκλωση αντιλήψεων μιας παιδείας διπλής κουλτούρας, όπου η ανθρωπιστική αντιμετωπίζεται προνομιακά ως ευγενής και η τεχνολογική ως συμπληρωματική, υποδεέστερη και ως προκαλούσα κοινωνικά προβλήματα. Αυτή η υποβαθμιστική αντίληψη οδηγεί επιπλέον και σε μία καθημερινά βιούμενη σχιζοφρένεια, να εξαρτώνται πολλοί στο έπακρο από τα τεχνολογικά προϊόντα και ταυτόχρονα οι ίδιοι να περιφρονούν ή να αγνοούν την Τεχνολογία.