Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εισαγωγή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εισαγωγή. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

23/9/11

Εισαγωγή V



Εφευρέτες και χρονολογίες

Διαβάζοντας εκλαϊκευμένα βιβλία σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, διαπιστώνουμε ότι για την ίδια εφεύρεση αναφέρονται συχνά διαφορετικοί εφευρέτες και διαφορετικές χρονολογίες που πραγματοποιήθηκε αυτή η εφεύρεση. Εντυπωσιακά διαδεδομένο είναι αυτό το φαινόμενο στη Ρωσία, όπου για κάθε τεχνικό κατασκεύασμα, ακόμα και για εκείνα που είναι πασίγνωστο ποιος και πότε το εφηύρε, αναφέρεται πάντα ένας Ρώσος εφευρέτης.

Αυτό το φαινόμενο που παρατηρείται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο σε όλες τις χώρες, οφείλεται στην προσπάθεια των κεντρικών εκπαιδευτικών μηχανισμών κάθε χώρας να δημιουργήσουν στη νεολαία αισθήματα υπερηφάνειας για το «συμπατριώτη εφευρέτη» και ταύτισης με τα όποια προτερήματα θρυλείται ότι διέθετε αυτός. Με αυτό τον «ευγενή» σκοπό προ οφθαλμών, δεν είναι δύσκολο να διαστρεβλωθούν διάφορα ιστορικά περιστατικά ή να αποσιωπηθούν άλλα, έτσι ώστε τελικά να προκύψει ένα λαμπρό πρότυπο για τα νέα παιδιά.

Αυτή ακριβώς η πρακτική είναι γνωστή και στην Ελλάδα με τις συγκεχυμένες ιστορίες που διαδίδονται από επαγγελματίες «ελληνόπληκτους» για το πλήθος και το εύρος επινοήσεων των αρχαίων Ελλήνων. Αν αφεθούν ανενόχλητοι διάφοροι ομιλητές ή συγγραφείς, κυρίως φιλολογικών κατευθύνσεων, είναι σε θέση να αναγάγουν όλη την επιστημονική γνώση και τεχνογνωσία από την Αναγέννηση μέχρι των ημερών μας, σε κάποιο αρχαίο Έλληνα φυσιοδίφη ή διανοητή. Με αυτή τη λογική της υπερβολής, θα έπρεπε να θεωρήσουμε ότι η πενικιλίνη ανακαλύφθηκε από τους αρχαίους Αιγυπτίους, οι οποίοι γνώριζαν και είχαν καταγράψει σε παπύρους ότι η επίθεση μουχλιασμένου ψωμιού σε πληγές επιφέρει ίαση των τραυμάτων.

Κατά κανόνα οι συγκεκριμένοι ρήτορες αγνοούν την ουσία των επιστημονικών επινοήσεων και των τεχνολογικών καινοτομιών και, παρεξηγώντας κάποια γλωσσικά δάνεια στην ονομασία ή λόγω συγκρητισμού όμοιων προβληματισμών αρχαίων και σύγχρονων ερευνητών, εκτελώντας ταυτόχρονα διάφορα νοητικά άλματα και παραβιάζοντας κατάφορα τον «κανόνα οικονομίας» του Occam, καταλήγουν σε τελείως εξωπραγματικά συμπεράσματα.

Η ύστερη γνώση μας για τις επιστημονικές και τεχνικές εξελίξεις διδάσκει ότι είναι ανύπαρκτο το φαινόμενο να προέκυψε μια σημαντική εφεύρεση εκ του μηδενός και μόνο δια της επιφοιτήσεως. Κατά κανόνα προηγείται του προσωρινά τελικού προϊόντος ένας μακροχρόνιος προβληματισμός που δημιουργείται από τεχνικές και οικονομικές, συνολικά δηλαδή «κοινωνικές» ανάγκες και σπανίως από αμιγώς διανοητικό προβληματισμό κάποιων ιδιοφυών ανθρώπων. Αυτές οι ανάγκες είναι γνωστές σε αρκετούς ερευνητές, οι οποίοι προσπαθούν να τις αντιμετωπίσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Κάθε προσωρινή λύση για το ζητούμενο πρόβλημα, στην οποία καταλήγει ένας από τους ερευνητές ή μια ομάδα συνεργατών, γίνεται σε γενικές γραμμές γνωστή και στους υπόλοιπους ενδιαφερόμενους, οι οποίοι αξιολογούν την επινόηση του ή των συναδέλφων και αναλόγως, είτε την λαμβάνουν υπόψη στη δική τους προσπάθεια για λύση, είτε την απορρίπτουν. Χαρακτηριστικό σχετικά είναι το παράδειγμα του ποδηλάτου, το οποίο αναφέρεται στα επόμενα.

Όταν κάποια στιγμή παρουσιαστεί ένα κατασκεύασμα, το οποίο αποδεικνύεται επιτυχές και διατίθεται στους χρήστες, θεωρείται ότι αυτό αποτελεί μια νέα εφεύρεση και ο κατασκευαστής του αναγνωρίζεται ως εφευρέτης. Ο εφευρέτης αναδεικνύεται και προβάλλεται κυρίως λόγω της δημοσιότητας που παίρνει το γεγονός της κατασκευής του νέου προϊόντος, παλαιότερα μέσω του πολιτικού τύπου και των εξειδικευμένων δημοσιευμάτων και κατά τον 20ο αιώνα επιπλέον μέσω και των ηλεκτρονικών πηγών ενημέρωσης.

Καμιά εφεύρεση δεν μένει όμως για πολύ χρόνο αμετάβλητη, όλοι οι τεχνικοί προσπαθούν να τη βελτιώσουν στο ένα ή το άλλο σημείο, ακόμα και μόνο στην εμφάνιση ή στο χειρισμό της. Όταν προκύψει λοιπόν ένα νεότερο προϊόν, σημαντικά βελτιωμένο σε σύγκριση με το πρώτο, παρουσιάζεται κι αυτό συχνά ως νέα εφεύρεση, ιδίως αν η βελτίωση έγινε σε χώρα διαφορετική από αυτή, στην οποία αποδίδεται η αρχική εφεύρεση. Έτσι, υιοθετείται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης της συγκεκριμένης χώρας και από τα σχολικά βιβλία κατά περίπτωση η πιο συμφέρουσα εκδοχή και πλάθεται για δεκαετίες ένας εθνικός μύθος.

Όπως προκύπτει από τα προαναφερόμενα, με τις χρονολογίες υπάρχει επίσης μία σύγχυση: Ενώ οι αναφερόμενες χρονολογίες για τις εφευρέσεις δίνουν την εντύπωση της ακρίβειας, στην πραγματικότητα τοποθετούν ένα γεγονός, σχετικό με τις τεχνικές εξελίξεις, μόνο κατά προσέγγιση στο σωστό ιστορικό πλαίσιο. Για παράδειγμα, ήδη από τις αρχές του 18ου αιώνα (δλδ. από το 1700 και μετά) παρουσιάζονται ιδέες για την κατασκευή ενός οχήματος με δύο σε σειρά τοποθετημένους τροχούς, αυτό που ονομάζουμε σήμερα ποδήλατο. Στο 19ο αιώνα, μεταξύ 1800 και 1885 παρουσιάστηκαν πάρα πολλές κατασκευές ποδηλάτων διαφόρων τύπων και μορφών, με αποτέλεσμα να γίνει ήδη εκείνη την εποχή γνωστό το ευφυολόγημα για κάποιον που εφεύρισκε κάτι ήδη γνωστό: «Επινόησε ποδήλατο!» Το έτος 1885 παρουσιάστηκε όμως για πρώτη φορά ένα όχημα με δύο τροχούς ίδιου μεγέθους και αλυσίδα για μεταφορά της ποδήλατης κίνησης στον πίσω τροχό, το οποίο αποτελεί περίπου τον πρόγονο του σημερινού ποδηλάτου.

Όταν αναφέρεται λοιπόν το 1885 ως έτος εφεύρεσης του ποδηλάτου, δεν σημαίνει ότι αυτός ο τύπος οχήματος ήταν άγνωστος μέχρι τότε! Στην ιστορία συνήθως καθιερώνεται το έτος και ο τύπος εκείνης της παραλλαγής που έτυχε να αξιοποιηθεί στην παραγωγή και να δημιουργήσει με τη συχνή χρήση του στο ευρύ κοινό την αίσθηση του καινούργιου. Για τη μελέτη της επιστήμης και της τεχνολογίας έχει μόνο φιλολογικό ενδιαφέρον ποιος και πότε ακριβώς επινόησε μια συσκευή, διάταξη ή μέθοδο. Αντίθετα με ότι συμβαίνει στην τέχνη, η απουσία ενός ιδιοφυούς επιστήμονα ή τεχνικού την κατάλληλη χρονική στιγμή, μόνο επιβραδύνει μια εφεύρεση ή ανακάλυψη, ποτέ δεν την ματαιώνει.

Ευρωκεντρική θεώρηση

Είναι γεγονός ότι η θεώρηση σ' αυτό το κείμενο, όπως και στην πλειοψηφία των σχετικών συγγραμμάτων, είναι ευρωκεντρική και κάθε ανακάλυψη ή εφεύρεση αναφέρεται σε σχέση με τις προϋποθέσεις και επιπτώσεις της στον ευρωπαϊκό χώρο. Χαρακτηριστικό αυτής της νοοτροπίας είναι ότι σε όλα τα ευρωπαϊκά σχολικά βιβλία αναφέρεται πως η Αμερική ανακαλύφθηκε από τον Χριστόφορο Κολόμβο, τη στιγμή που υπήρχαν εκεί ήδη πληθυσμοί με μακρόχρονους πολιτισμούς και γνώριζαν την Αμερική πολύ καλύτερα από τον Κολόμβο και άλλους επιδρομείς. Η ευρωκεντρική θεώρηση δηλώνει ότι η ιστορία μιας ηπείρου, ενός λαού, ενός πολιτισμού αρχίζει από τη στιγμή που ενδιαφέρθηκε γι΄ αυτούς ένας Ευρωπαίος.

Έτσι, σπανίως περιγράφεται στη βιβλιογραφία η προέλευση παλαιότερων τεχνικών επινοήσεων και κατασκευών της 'Απω Ανατολής (πυξίδα, χαρτί, πυρίτιδα) ή της προκολομβιανής Αμερικής. Ένας σημαντικός λόγος είναι ότι οι λαοί που δημιούργησαν μερικά από αυτά τα έργα, δεν άφησαν γραπτές μαρτυρίες ή δεν κατάφεραν να τις διασώσουν κι έτσι έμειναν άγνωστα τα κίνητρα και ο στόχος για τη δημιουργία και τη χρήση τους. Για παράδειγμα, στη νότια Αγγλία υπάρχει το μνημείο Stonehenge, το οποίο δημιουργήθηκε στα 1500 χρόνια, από το 3000 μέχρι το 1500 π.Χ., από ανθρώπους με άγνωστο πολιτισμό, πιθανόν ως ηλιακό παρατηρητήριο και με πιθανότερο τόπο προέλευσης των τεράστιων βράχων από περιοχές σε απόσταση 30-380 km. Παρομοίως, στο υψίπεδο Nazca του Περού έχουν χαραχθεί στο έδαφος υπερμεγέθη σχήματα ζώων, διαδρόμων κ.ά., στη χιλιετία από 400 π.Χ. μέχρι 600 μ.Χ., τα οποία φαίνονται μόνο αν ο παρατηρητής βρεθεί σε ικανό ύψος από τη Γη. Ο περιπατητής δεν υποψιάζεται καν ότι κάτι περίεργες προεξοχές μεγάλου μήκους στο έδαφος σχηματίζουν συνολικά εντυπωσιακές εικόνες.


Χάραξη γιγαντιαίων σχεδίων στο έδαφος και μεγαλιθικό συγκρότημα Stonehenge

Αλλος λόγος που παραβλέπονται εξωευρωπαϊκές επινοήσεις, εφευρέσεις και κατασκευές είναι ότι αυτές είχαν συχνά και για πολύ καιρό μόνο τοπική εμβέλεια και δεν φαίνεται να επηρέασαν την Ευρώπη, μέχρι που άρχισε η διερεύνηση και αξιοποίησή τους από Ευρωπαίους. Το επίκεντρο των πολιτισμικών και τεχνολογικών εξελίξεων σε επίπεδο παγκόσμιας ιστορίας ξεκινάει για τους Ευρωπαίους ιστοριογράφους από τη Μεσοποταμία, μετακινείται άλλοτε αργά και άλλοτε ταχύτερα μέσω του ανατολικού μεσογειακού χώρου προς την Ελλάδα και την Ιταλία, από εκεί προς την κεντρική και δυτική Ευρώπη και στη συνέχεια - με δυτικότροπη πάντα πορεία - προς τη βόρεια Αμερική και τις τελευταίες δεκαετίες προς την Ιαπωνία.

Όσοι αρέσκονται στον εντοπισμό ομοιομορφιών της Ιστορίας θα μπορούσαν να προβλέψουν, εφόσον διατηρηθεί η μετακίνηση προς δυσμάς και δεν ανατρέψει η παγκοσμιοποίηση ρόλων και θεσμών τα καθιερωμένα, ότι οι εξελίξεις στους επόμενους αιώνες θα οδηγήσουν σε μια άνοδο της Κίνας, της Ωκεανίας, των Ινδιών και του γενικότερου απωανατολικού χώρου και από εκεί, πάλι στη Μέση και Εγγύς Ανατολή, την Κασπία, τη Μικρά Ασία και το μεσογειακό χώρο, αλλά σε υψηλότερο πλέον επίπεδο.

Υποδιαίρεση σε εποχές

Ο Βρετανός Μαθηματικός Samuel Lilley, με εξειδίκευση στην ιστορία της επιστήμης και της τεχνικής, δημοσίευσε το έτος 1940 μία μελέτη, με την οποία κατέγραψε τις κοινωνικά και οικονομικά σημαντικές επινοήσεις και εφευρέσεις από την εποχή 5500 π.Χ. μέχρι τον 20ο αιώνα μ.Χ. Ο Lilley κατέγραψε περί τις 2.000 εφευρέσεις και τις συσχέτισε με μία εποχή ή ένα έτος, όπου αυτή η εφεύρεση αποδεδειγμένα έχει διαδοθεί. Για το σκοπό αυτό μελέτησε τη βιβλιογραφία που έχει καθιερωθεί στη «δυτική» ιστοριογραφία, δλδ. της Μεσοποταμίας, των χωρών και λαών της ανατολικής Μεσογείου, την ελληνορωμαϊκή και, τέλος, τη δυτικοευρωπαϊκή.

Δεν θα αναφέρουμε εδώ άλλα στοιχεία αυτής της σημαντικής μελέτης του Lilley, εκτός από ένα διάγραμμα το οποίο ακολουθεί. Βλέπουμε σ' αυτό μία περίπου σταθερή αυξητική πορεία της εξέλιξης των σημαντικών εφευρέσεων, με κάποιες στασιμότητες στους αιώνες περί το 2000 π.Χ. και στην πρώτη χιλιετία μ.Χ., οπότε στους πρώτους αιώνες της δεύτερης χιλιετίας, η οποία ολοκληρώθηκε με το έτος 2000, η καμπύλη εκτινάσσεται στα ύψη. Μετά το 1750 αρχίζει η λεγόμενη (πρώτη) βιομηχανική επανάσταση.




Οι δύο περίοδοι στασιμότητας, διάρκειας περί τα 1000 χρόνια κάθε φορά, οφείλονται κατά κύριο λόγο στη διαθεσιμότητα μεγάλου αριθμού δούλων, πράγμα που μείωνε τα κίνητρα για επινόηση βοηθητικών μηχανών και εργαλείων. Για τη δεύτερη περίοδο στασιμότητας, για την οποία έχουμε και καλύτερες ιστορικές πληροφορίες, άλλοι σημαντικοί λόγοι είναι η αυξανόμενη παρακμή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και η συνεπακόλουθη ανασφάλεια, οι ανακατατάξεις λόγω των μετακινήσεων νέων λαών στο βορρά και η επικράτηση του χριστιανισμού.

Ειδικότερα ο χριστιανισμός ανέτρεψε τις επιστημονικές και τεχνολογικές αντιλήψεις, όπως εξελίσσονταν από την κλασική ελληνική εποχή και μετά, και διέδωσε αντ' αυτών μια μοιρολατρία και βεβαιότητα για επικείμενη καταστροφή του κόσμου. Αυτό που μπορούμε να διαπιστώσουμε, στηριζόμενοι και στην ύστερη γνώση, είναι ότι η επιστήμη, η οικονομία και όλη η κοινωνία προόδευαν σε αλληλεξάρτηση μόνο τότε, όταν η εκπαίδευση και γενικότερα η παιδεία ήταν ανεμπόδιστη και ευρεία.

Ένας σημαντικός παράγοντας που ευνόησε αναδραστικά την επιτάχυνση των επιστημονικών και τεχνολογικών εξελίξεων, ήταν η αυξημένη μέση διάρκεια ζωής των ανθρώπων στην Ευρώπη. Στις αρχές του 19ου αιώνα ο μέσος όρος ζωής βρίσκεται κάτω των 40 ετών, έναν αιώνα μετά είναι πάνω από 40 χρόνια και ακόμα έναν αιώνα μετά, στις αρχές του 21ου αιώνα, βρίσκεται περίπου στα 80 χρόνια. Αυτή η διαρκής αύξηση από τα σχεδόν 20 χρόνια της ελληνορωμαϊκής εποχής και τα 30 χρόνια του Μεσαίωνα στα σημερινά επίπεδα, πέρα από την αυταξία που έχει για τον άνθρωπο η αυξημένη διάρκεια ζωής, προκάλεσε και μία ανάδραση στις επιστημονικές και τεχνολογικές βελτιώσεις και επινοήσεις: οι τεχνίτες και μαΐστορες της Αρχαιότητας και του Μεσαίωνα δεν έφταναν κατά κανόνα σε επαρκή ηλικία ώστε να αξιοποιήσουν τη συσσωρευόμενη πείρα τους στη βελτίωση μεθόδων και εργαλείων. Έτσι οι αλλαγές ήταν εκείνους τους αιώνες και εξ αυτού του λόγου αργές. Η συσσωρευμένη εργασιακή πείρα των ανθρώπων μετά από 20-25 χρόνια εργασίας παίζει μέχρι και σήμερα σημαντικό ρόλο στην επιστημονική και τεχνολογική εξέλιξη, στην αναβάθμιση του χώρου εργασίας και στην εκπαίδευση των νεότερων στελεχών.

Μια σημαντική υπηρεσία που μας παρέχει αυτό το διάγραμμα είναι η δυνατότητα να υποδιαιρέσουμε χρονικά το διάστημα από την 6η χιλιετία π.Χ. μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Ο διαχωρισμός ενός ιστορικού αντικειμένου με την τεράστια κοινωνική και οικονομική σημασία της τεχνικής σε περιόδους, είναι απαραίτητος για μεθοδολογικούς και παιδαγωγικούς λόγους. Αυτός ο διαχωρισμός γίνεται εδώ με μεικτά κριτήρια, άλλοτε ιστορικά και άλλοτε τεχνοκρατικά. Η καμπύλη του Lilley και οι ακριβέστερες γνώσεις μας για τις εξελίξεις στον τομέα της τεχνικής και της τεχνολογίας των τελευταίων τριών αιώνων μάς επιτρέπουν λοιπόν να υποδιαιρέσουμε την ιστορία της Τεχνικής σε οκτώ (8) εποχές:

  • Λίθινη εποχή, περίπου μέχρι το 5000 π.Χ.
  • Εποχή της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου και η προκλασική ελληνική εποχή, περίπου από το 5000 μέχρι το 750 π.Χ.
  • Ελληνορωμαϊκή εποχή, περίπου από το 750 π.Χ. μέχρι το 476 μ.Χ.
  • Μεσαίωνας, από το 476 μ.Χ. μέχρι το έτος 1492.
  • Αναγέννηση και Διαφωτισμός, με σημαντικότερο παράγοντα εξέλιξης την τυπογραφία, από το 1492 μέχρι το 1789.
  • Πρώτη βιομηχανική επανάσταση με τη συστηματική χρήση της ατμοκίνησης, από το 1789 μέχρι το 1864.
  • Δεύτερη βιομηχανική επανάσταση με την εισαγωγή της ηλεκτροκίνησης και των μηχανών εσωτερικής καύσης, από το 1864 μέχρι το 1948.
  • Τρίτη βιομηχανική επανάσταση με την εφεύρεση και χρήση του τρανζίστορ, την ανάπτυξη της ηλεκτρονικής και πληροφορικής και με τις εξελίξεις στη βιοτεχνολογία, από το 1948 μέχρι σήμερα.
Οι συγκεκριμένες χρονολογίες που επιλέγονται κάθε φορά ως όρια μεταξύ των διαφόρων εποχών, φαίνεται να είναι συμβατικές. Οι κάθε είδους και μορφής ιστορικές μεταβολές δεν συμβαίνουν προφανώς σε «στρογγυλές» χρονολογίες και οι διάφορες ιστορικές περίοδοι δεν διαρκούν ακέραιο αριθμό δεκαετιών ή αιώνων. Μερικοί ιστορικοί θεωρούν μάλιστα ότι ο 19ος αιώνας «κράτησε» 129 χρόνια, από τη γαλλική επανάσταση, το 1789, μέχρι το 1918, όταν ολοκληρώθηκε η άνοδος της αστικής τάξης στην εξουσία και ότι ο 20ος αιώνας διήρκεσε μόλις 70 χρόνια, από την άνοδο των μπολσεβίκων στην εξουσία της Ρωσίας, το 1918, μέχρι το 1988 που κατέρρευσε το καθεστώς τους. Η επιλογή διαχωριστικών χρονολογιών και υποδιαιρέσεων σε εποχές δεν είναι λοιπόν ουδέτερη διεργασία, αλλά υποκρύπτει ερμηνευτικές προθέσεις.

Βέβαια, η τεχνολογία δεν είναι ένα φαινόμενο αυτοτελές και αποκομμένο από τη ζωή, αλλά βρίσκεται, ως κοινωνική και οικονομική διεργασία, σε αλληλεπίδραση με τις γενικότερες πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις και επηρεάζεται από αναμενόμενα ή απρόβλεπτα γεγονότα, όπως κοινωνικές ανάγκες, πολέμους, φυσικές καταστροφές, επιδημίες κτλ. Γι' αυτούς τους λόγους επελέγησαν εδώ οι διαχωριστικές χρονολογίες έτσι ώστε, ενώ στις παλαιότερες εποχές δεν έχουν κάποια συγκεκριμένη σημασία ή απλώς ταυτίζονται με σημαντικά ιστορικά γεγονότα, από το 19ο αιώνα και μετά υπογραμμίζεται με την εκάστοτε επιλογή ότι η τεχνική και η επιστημονική εξέλιξη προσδιορίζουν τις οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις (ατμοκίνηση, πυρηνική ενέργεια, ηλεκτρονική, γενετική), κάτι που συνέβη και στην πραγματικότητα.

Ο Ρώσος ερευνητής Nikolai Kondratief (Κοντρατίεφ, 1892-1930) περιέγραψε τις τεχνολογικές αλλαγές, από την πρώτη βιομηχανική επανάσταση και μετά, ως σπειροειδή εξέλιξη στην κατεύθυνση του χρόνου. Με κάθε κύκλο θεμελιωδών εφευρέσεων ικανοποιούνται και ανάγκες της κοινωνίας των βιομηχανικών κρατών. Η καθυστερημένη έλευση του τέταρτου κύκλου, περί το 1960 και όχι νωρίτερα, σχετίζεται με τους 2 παγκόσμιους πολέμους που έγιναν στο πρώτο μισό του 20ου αιώνα. Εκτιμάται ότι ο επόμενος κύκλος εφευρέσεων θα αρχίσει να εξελίσσεται από το έτος 2010 περίπου και θα αφορά τη βιοτεχνολογία και το περιβάλλον, ενώ θα προκύψει αυξημένη ζήτηση στις προηγμένες κοινωνίες για υπηρεσίες υγείας.


Κύκλοι Kondratief σε σπειροειδή εξέλιξη με το χρόνο.

Προβλέψεις

Πολύ συχνά καλούνται τεχνολόγοι, φιλόσοφοι και μελλοντολόγοι να προβλέψουν, πώς θα εξελιχθεί η επιστήμη και η τεχνολογία στις επόμενες δεκαετίες και τι πρέπει να προσδοκούμε στο μέλλον. Για να κρίνουμε τη δυνατότητα και την ποιότητα τέτοιων προβλέψεων, εφόσον δεν περιορίζονται σε γενικότητες και ασάφειες, αρκεί να ρίξουμε μια ματιά σε προβλέψεις που έγιναν σε παλαιότερες εποχές από έγκυρους επιστήμονες: Όλες ήταν αποτυχημένες, από τη στιγμή που ξέφευγαν από μια γραμμική προέκταση αυτών που αποτελούσαν μέρος της συλλογικής αντίληψης. Αναφέρουμε εδώ μερικά κραυγαλέα παραδείγματα:
  • «... όσα βιβλία κι αν τυπωθούν, η καλλιτεχνική γραφή δεν θα υποχωρήσει ποτέ, γιατί τα έντυπα βιβλία δεν θα μπορέσουν να συναγωνιστούν σε ποιότητα τα χειρόγραφα ...» Giovanni Tritemio (1492), λίγο μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας.

  • «Πετρέλαιο είναι μια άχρηστη έκκριση της γης, μια κολλώδης ουσία που δεν μπορεί να αξιοποιηθεί πουθενά». Γνωμοδότηση της Ακαδημίας Επιστημών στην Πετρούπολη, Ρωσία, το έτος 1806. 

  • «Το ταξίδι με υψηλές ταχύτητες είναι αδύνατον, γιατί οι άνθρωποι δεν θα μπορούν να αναπνεύσουν». Ο Dionysius Lardner, επιστημονικός σύμβουλος της North Western Railway, το έτος 1823. 

  • «Καλά ενημερωμένοι άνθρωποι γνωρίζουν ότι δεν είναι δυνατόν να μεταφερθεί η ανθρώπινη φωνή με καλώδιο, αλλά κι αν αυτό ήταν δυνατόν, δεν θα είχε κάποια πρακτική αξία». Σχόλιο στην εφημερίδα Boston Post το έτος 1876. 

  • «Με την παγκόσμια έκθεση εμπορίου στο Παρίσι θα κλείσει και η υπόθεση του ηλεκτρικού ρεύματος και δεν θα μας απασχολήσει ξανά αυτό το ζήτημα». Ο καθηγητής στην Οξφόρδη Erasmus Wilson το έτος 1878.

  • «Δεν είναι δυνατόν να πετάξουν μηχανές με μεγαλύτερο βάρος από τον αέρα», δήλωσε το έτος 1895 ο William Thomson, αργότερα λόρδος Kelvin, πρόεδρος της Royal Society. Δεν έζησε για να γνωρίσει τα τεράστια αεροπλάνα που κυκλοφορούν σήμερα στον αέρα.

  • «Αυτές οι ακτίνες του κ. Ραίντγκεν θα αποδειχθούν μεγάλη απάτη!» Ο ίδιος λόρδος Kelvin το έτος 1896. Εδώ μπορούμε να υποθέσουμε ότι παίζει ρόλο και ο συναδελφικός φθόνος!

  • «Αυτή η συσκευή έχει τόσες ελλείψεις ώστε πρέπει να θεωρείται ακατάλληλη ως μέσο επικοινωνίας. Αυτό το πράγμα δεν έχει καμία αξία!» Η εταιρία συμβούλων Western Union Finance Services, το έτος 1876 για το τηλέφωνο του Graham Bell.

  • «Όχι κύριέ μου, μπορεί οι Αμερικάνοι να χρειάζονται το τηλέφωνο, αλλά εμείς στην Αγγλία δεν το χρειαζόμαστε! Έχουμε πολλούς κλητήρες!» Ο Sir William Preece, αρχιμηχανικός της βρετανικής τηλεγραφικής εταιρίας το έτος 1896 προς τον Graham Bell, όταν ο τελευταίος ήθελε να κάνει επίδειξη της τηλεφωνικής συσκευής του.

  • «... αποδεδειγμένα δεν έχει οποιαδήποτε τεχνική ή επιστημονική αξία» Έκθεση κοινοβουλευτικής επιτροπής στη Μεγάλη Βρετανία για τον ηλεκτρικό λαμπτήρα του Edison.

  • «Δεν θα υπάρξουν ποτέ πάνω από ένα εκατομμύριο αυτοκίνητα, δεν θα βρεθούν τόσοι σωφέρ να τα οδηγήσουν». Gottlieb Daimler, εφευρέτης αυτοκινήτου και διευθυντής της εταιρίας Mercedes-Benz, το έτος 1901.

  • «Το άλογο θα συνεχίσει να υπάρχει, το αυτοκίνητο είναι μόνο ένας νεωτερισμός, μια μόδα!» Απάντηση ενός προέδρου της Michigan Savings Bank στην ερώτηση κάποιου δικηγόρου το έτος 1903, αν αξίζει να επενδύσει χρήματα σε μετοχές της Ford Motor Co.

  • «Το αυτοκίνητο έφτασε στα όρια της βελτίωσής του και φαίνεται αυτό από το γεγονός ότι κατά το τελευταίο έτος δεν υπήρξε καμιά αξιόλογη βελτίωση» Περιοδικό Scientific American το έτος 1909.

  • «Τα αεροπλάνα είναι ενδιαφέροντα παιχνίδια, αλλά δεν έχουν στρατιωτική σημασία» Στρατάρχης Ferdinand Foch, 1917, καθηγητής στρατηγικής, Ecole Superieure de Guerre.

  • «Το κουτί που παίζει ασύρματα μουσική, δεν φαίνεται να έχει εμπορική αξία. Ποιος θα πλήρωνε για μηνύματα που στέλνονται στον αέρα χωρίς συγκεκριμένο αποδέκτη;» Ο David Sarnoff στη δεκαετία του 1920, όταν του ζητήθηκε να συμμετάσχει σε εταιρία κατασκευής ραδιοφώνων. 

  • «Η ατομική ενέργεια δεν μπορεί να αξιοποιηθεί, ούτε ενεργειακά, ούτε στρατιωτικά» Nikola Tesla, εφευρέτης ηλεκτρικών συστημάτων.

  • «Να μην κάνουμε όνειρα για την τηλεόραση, δεν είναι δυνατή η χρηματοδότησή της». Lee De Forest, εφευρέτης της τρίοδης λυχνίας, το έτος 1926.

  • «Ποιος μπορεί να ενδιαφέρεται να ακούει τους ηθοποιούς να μιλάνε;» H.M.Warner, της εταιρίας Warner Brothers, 1927, οπαδός του βωβού κινηματογράφου.

  • «Δεν πιστεύω ότι θα γίνει ποτέ δυνατόν να απελευθερωθεί η ενέργεια του πυρήνα». Ο μεγάλος ερευνητής Ernest Rutherford το έτος 1933.

  • «Το πρόβλημα με την τηλεόραση είναι ότι οι θεατές πρέπει να κάθονται και να κρατούν τα μάτια τους κολλημένα στην οθόνη. Η μέση αμερικάνικη οικογένεια δεν έχει χρόνο για κάτι τέτοιο. Γι' αυτό το λόγο, αν όχι και για άλλους, οι άνθρωποι του θεάματος είναι πεπεισμένοι ότι η τηλεόραση δεν θα γίνει ποτέ σοβαρός ανταγωνιστής του ραδιοφώνου». Από κύριο άρθρο της εφημερίδας New York Times, το έτος 1939.

  • «Ποτέ δεν θα έχουμε αρκετά αυτοκίνητα για να γεμίσουμε αυτούς τους δρόμους». Charles Scott, συγκοινωνιολόγος, στη δεκαετία του 1940 για τις τεράστιες λεωφόρους του Los Angeles. 

  • «Εκτιμώ ότι σε παγκόσμια κλίμακα υπάρχει μία αγορά για 5 υπολογιστές». Thomas Watson, πρόεδρος της εταιρίας IBM το έτος 1943. 

  • «Η τηλεόραση δεν πρόκειται να επικρατήσει στην αγορά, γιατί οι άνθρωποι θα βαρεθούν να κάθονται κάθε βράδυ και να κοιτάνε ένα κουτί!» Ο Darryl F. Zanuck, διευθυντής της εταιρίας 20th Century-Fox το έτος 1946. 

  • «Οι υπολογιστές δεν θα ζυγίζουν στο μέλλον πάνω από 1,5 τόνο», έγραψε το περιοδικό Popular Mechanics, το 1949, στις προβλέψεις του για την εξέλιξη της τεχνολογίας. Στα τέλη της δεκαετίας του 1940 κριτήριο μεγέθους για υπολογιστές ήταν ο ENIAC που ζύγιζε περί τους 40 τόνους, οπότε 1,5 τόνος ήταν τότε ένα εντυπωσιακά χαμηλό νούμερο.

  • «Δεν νομίζω ότι θα μπορέσει να πάει ποτέ άνθρωπος στο φεγγάρι, είναι πολύ δύσκολο». Richard Wooly, Βρετανός αστρονόμος, το 1957, 12 χρόνια πριν από την πρώτη προσσελήνωση του προγράμματος Apollo. 

  • «Ταξίδεψα σε κάθε γωνία αυτής της χώρας και μίλησα με τους καλύτερους ανθρώπους! Μπορώ να σας βεβαιώσω ότι η επεξεργασία δεδομένων είναι ένα μύθευμα που δεν θα κρατήσει πέρα από αυτό το έτος!» Ο διευθυντής του αμερικάνικου εκδοτικού οίκου Prentice Hall το έτος 1957.

  • «Ναι, αλλά πού μπορεί να χρησιμεύσει αυτό το πράγμα;» Ένας τεχνικός της εταιρίας IBM για τον πρώτο μικροεπεξεργαστή, το έτος 1968. Αυτό μπορεί να μείνει ασχολίαστο!

  • «Δεν βλέπω απολύτως κανένα λόγο να χρειάζεται κάποιος ένα υπολογιστή στο σπίτι του». Ken Olson, ιδρυτής και πρόεδρος της εταιρίας Digital Equipment, το έτος 1977. Η εταιρία αυτή έχει κλείσει! 

  • «E-mail is a totally unsaleable product». Ian Sharp, της εταιρίας Sharp Associates, το έτος 1979.

  • «640 KB RAM είναι αρκετά για όλες τις εφαρμογές». Το έτος 1981 ο γνωστός Bill Gates, ιδρυτής και ιδιοκτήτης της εταιρίας Microsoft. Ένα παράδειγμα ότι εσφαλμένη πρόβλεψη δεν σημαίνει υποχρεωτικά και επαγγελματική αποτυχία!

  • «Δεν νομίζω ότι μπορούν να υπάρξουν modem ταχύτερα από 33,6 ή έστω 38,4 kb/s που να χρησιμοποιούν τις κοινές τηλεφωνικές γραμμές». Και πάλι ο Bill Gates στο βιβλίο του «The Road Ahead» το έτος 1996. Ένα χρόνο μετά βγήκε στην αγορά modem με ταχύστητα 56kb/s.

  • «Ποιος μπορεί να χρειάζεται αυτό το ασημένιο δισκάκι;». Jan Timmer, μέλος Δ.Σ. της εταιρίας Phillips για τη δημιουργία του Compact Disc, 1982

  • Όλα τα προηγούμενα είναι όμως απλά πταίσματα μπροστά στην πρόβλεψη του Charles Duell, διευθυντή της αμερικάνικης υπηρεσίας ευρεσιτεχνιών, ο οποίος αποφάνθηκε το έτος 1899, στην αλλαγή του 19ου προς τον 20ο αιώνα, μετά από δεκαετίες γεμάτες νέες εφευρέσεις και επιστημονικές ανακαλύψεις, ανατροπές και εκπλήξεις: «Ό,τι ήταν δυνατόν να εφευρεθεί, έχει ήδη εφευρεθεί» (Everything that can be Invented, has been Invented).
Όσο εξωπραγματικές κι αν φαίνονται αυτές οι προβλέψεις σήμερα, με την ασφάλεια της ύστερης γνώσης, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι την εποχή που διατυπώθηκαν αποτελούσαν καταστάλαγμα σοφίας και κανείς δεν θα μπορούσε να τις αντικρούσει. Αφενός, οι προβλέψεις για το μέλλον γίνονταν με αντιλήψεις του παρελθόντος, αφετέρου οι εξελίξεις της επιστήμης και της τεχνικής ειδικότερα ήταν και είναι τόσο απρόβλεπτες, ώστε κάθε ποσοτική και ποιοτική πρόβλεψη επιμέρους στόχων κινδυνεύει να αποτελέσει ήδη μετά από μερικές δεκαετίες γραφικότητα.

Απ' την άλλη πλευρά πρέπει να αναλογιστούμε, μεταφέροντας εκείνες τις αποτυχημένες προβλέψεις στο παρόν, πόσες ανανεωτικές εξελίξεις πρέπει να συμβαίνουν γύρω μας κι εμείς δεν είμαστε καν σε θέση να τις αντιληφθούμε. Ίσως δε να μας τις υποδεικνύουν κιόλας αλλά εμείς να τις αρνούμαστε αλαζονικά, επειδή δεν συμβάλλουμε στη δημιουργία τους, νομίζοντας ότι ο κόσμος λειτουργεί σύμφωνα με τις δικές μας, ήδη ξεπερασμένες γνώσεις και αντιλήψεις, ότι αυτός ο κόσμος θα είναι αύριο και μεθαύριο, όπως τον συνηθίσαμε από χθες και προχθές.

Για να γίνουν «σωστές» προβλέψεις για τη μελλοντική εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, απαραίτητο είναι να είναι ενήμεροι οι μελετητές, αφενός για το σημερινό επίπεδο γνώσεων και αφετέρου για τις ανάγκες της κοινωνίας κατά τις δεκαετίες και τους αιώνες που έρχονται, από τις οποίες ανάγκες θα προκύψουν οι ερευνητικές κατευθύνσεις. Πολύ πιο αποτελεσματικές θα ήταν βέβαια οι προβλέψεις για το μέλλον, αν συμμετείχαν οι ίδιοι οι μελετητές στη δημιουργία αυτού του μέλλοντος (Δερτούζος).

Για παράδειγμα, μελέτες κυβερνητικών επιτροπών και κρατικών οργανισμών για τις αναμενόμενες μελλοντικές επιστημονικές κατακτήσεις, με ορίζοντα 50ετίας και οι τυχόν επιπτώσεις που αυτές θα έχουν στην οικονομία και την κοινωνία, κωδικοποιούνται, με την αναμενόμενη επιφυλακτικότητα, στα ακόλουθα σημεία:

  1. Στην Ιατρική θα γίνει δυνατή η επιλεκτική παρέμβαση στο RNA και η αντιμετώπιση μέχρι σήμερα ανίατων ασθενειών. Με την εμφύτευση εξελιγμένων μικροεπεξεργαστών στον εγκέφαλο ή κάτω από το δέρμα θα βελτιωθούν και επεκταθούν φυσικές και νοητικές επιδόσεις των ανθρώπων. Η αντιμετώπιση προβλημάτων του νευρικού συστήματος με στόχο την αποκατάσταση παραλύσεων από ατυχήματα ή ασθένειες, θα αντιμετωπιστεί επίσης με ηλεκτρονικά βοηθήματα.
  2. Η αύξηση της θερμοκρασίας κατά 1 μέχρι 5 βαθμούς Κελσίου λόγω των παρεμβάσεων στο φυσικό περιβάλλον θα οδηγήσει σε μετανάστευση φυτών και ζώων, στην εξαφάνιση ειδών αλλά και στη δημιουργία νέων, στην άνοδο τους επιπέδου των θαλασσών, στην αλλαγή των καιρικών συνθηκών, όπως είναι γνωστές κατά τους τελευταίους αιώνες, στην πρόκληση φαινομένων ξηρασίας ή πλημμυρών κ.ά.
  3. Στις τεχνολογίες κατάκτησης του διαστήματος εντάσσεται η δημιουργία βάσεων στη Σελήνη, ίσως και στον Άρη. Η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος θα εξαρτηθεί από την πρόοδο της ενεργειακής τεχνολογίας για την αξιοποίηση καυσίμων (υδρογόνο, οξυγόνο) από τη διάσπαση του νερού με χρήση της ηλιακής ενέργειας. Αυτός ο στόχος δείχνει και πόσο αλληλεξαρτημένες είναι οι επιστημονικές κατακτήσεις μεταξύ τους, όπως φάνηκε και στις προβλέψεις για ιατρικές επιτυχίες με τα μέσα της Μικροηλεκτρονικής.
  4. Με την τεχνολογία της Ρομποτικής αναμένεται να είναι διαθέσιμο ένας μεγάλο πλήθος εργατών-μυρμηγκιών που θα εκτελούν τυποποιημένες, πολύπλοκες, βαριές ή επικίνδυνες εργασίες. Η συλλογική νοημοσύνη αυτών των ρομπότ θα οδηγήσει σε συμπεριφορές τους όπως αυτή της κοινωνίας των μυρμηγκιών ώστε να αυτοεξυπηρετούνται για την αναζήτηση τροφοδοσίας και τεχνικής συντήρησης.
  5. Με την προβλεπόμενη αύξηση στη ζήτηση ενέργειας αναμένεται να επιτευχθεί η παραγωγή ενέργειας, σε μεγάλη κλίμακα με την πυρηνική σύντηξη και σε τοπική κλίμακα από τις ανανεώσιμες ενεργειακές πηγές, όπως είναι ο αέρας και ο ήλιος. Η αναμενόμενη μείωση της εξάρτησης από ορυκτά καύσιμα, θα προκαλέσει πολιτικές και στρατηγικές ανακατατάξεις σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές του πλανήτη, με αλλαγές στις συμμαχίες και τις αντιπαλότητες συμφερόντων και κρατών.
Όπως εύκολα διαπιστώνει ο αναγνώστης, οι διατυπώσεις που προηγήθηκαν περιέχουν μεγάλη επιφυλακτικότητα και, παρότι στη σύνταξη αυτών των προβλέψεων έχουν συμμετάσχει και ερευνητές που συμμετέχουν στις εξελίξεις στον ένα ή τον άλλον επιστημονικό τομέα, οι εκτιμήσεις τους είναι πολύ δύσκολο να συγκεκριμενοποιηθούν, πέρα από τον καθορισμό γενικών επιθυμητών στόχων. Αυτό οφείλεται κυρίως στην εμπειρία που προκύπτει από το παρελθόν ότι στην πορεία των ετών, των δεκαετιών και των αιώνων, επηρεάζει τις εξελίξεις ένας παράγοντας ανεξέλεγκτος και με μεγάλη βαρύτητα: τυχαιότητα. Το τυχαίο στην επιστήμη, όπως και στη ζωή γενικότερα, διαμορφώνει νέες προοπτικές και παράλληλα δίνει λύσεις σε εκκρεμή προβλήματα ετών και δεκαετιών, δημιουργεί όμως επίσης νέα ερωτήματα που απαιτούν απάντηση.

Έτσι, με συνεχείς ανανεώσεις και ανακατατάξεις, παραδομένη στην τυχαιότητα, πλοηγείται η ανθρωπότητα στο χωροχρόνο πάνω σ' ένα μικρό και αφανή πλανήτη, απειροελάχιστο μέρος ενός τεράστιου σε έκταση, σχεδόν άπειρου, και παμπάλαιου σε ηλικία, ίσως αιώνιου, σύμπαντος, πιθανόν δε ενός από τα πολλά παράλληλα σύμπαντα. Μοναδικά της στηρίγματα παραμένουν σ' αυτή την πλοήγηση οι νόμοι της φύσης και το μυαλό των ιδιοφυών ανθρώπων, των οποίων το έργο θα περιγράψουμε στα επόμενα!

Εισαγωγή IV


Οπισθοδρομικότητα

Στον αντίποδα των διεργασιών επιστημονικής και τεχνολογικής προόδου λειτουργούν δυνάμεις της οπισθοδρόμησης που δεν ταυτίζονται με τους σκεπτικιστές. Πρόκειται για τους οργανωμένους μηχανισμούς που προσφέρουν «θρησκευτικές υπηρεσίες». Από την ιστορία γνωρίζουμε ότι αυτοί οι μηχανισμοί προσπάθησαν για μεγάλο χρονικό διάστημα (και προσπαθούν ακόμα σε πολλές περιοχές του πλανήτη μας) να αποτρέψουν την ελεύθερη διάδοση της γνώσης και την αυτόνομη ανάπτυξη των επιστημών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, απ' τη μια πλευρά να καθυστερήσουν παλαιότερα στην Ευρώπη οι επιστημονικές ανακαλύψεις και επινοήσεις, καθώς και η αξιοποίησή τους για τη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων και της κοινωνικής ζωής γενικότερα, απ' την άλλη πλευρά δε να συνεχίζεται σήμερα η χειραγώγηση των ανθρώπων σε πολλά μέρη της Γης και να επιφυλάσσεται για αυτούς μία ζωή γεμάτη στερήσεις, απαγορεύσεις, αναξιοπρεπή διαβίωση και ασθένειες.

Στις αρχές του 21ου αιώνα οι θρησκευτικές αντιλήψεις και εξηγήσεις για τη φύση και την κοινωνία έχουν υποχωρήσει σημαντικά και τη θέση τους παίρνουν οι ορθολογικές ερμηνείες της επιστήμης. Η θρησκεία, η οποία εκμεταλλεύεται το φόβο του ανθρώπου για το θάνατο -όσοι εξ αυτών δεν είναι σε θέση να επεξεργαστούν αυτή τη φυσική διεργασία ορθολογικά- και στηρίζεται σε υπερ- ή παραφυσικές ερμηνείες για τη φύση και την κοινωνία, παύει σταδιακά, με τη διεύρυνση της επιστημονικής γνώσης και τη βελτίωση στην οργάνωση της κοινωνίας, να αποτελεί σημαντικό ψυχολογικό μηχανισμό που βοηθά στην επιβίωση του ανθρώπου· αυτός ο ρόλος εγκαταλείπεται στην επιστήμη και στο «κοινωνικό κράτος»! Η επιστήμη, από την πλευρά της, η οποία μελετάει γεγονότα τής ελεύθερα προσβάσιμης εμπειρίας και στηρίζεται στην επιστημονική μεθοδολογία για να εξηγήσει τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα, υποκαθιστά τη θρησκεία και την παράδοση στις αντιλήψεις και στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων, από γενιά σε γενιά, αργά αλλά σταθερά.

Η διάσταση μεταξύ θρησκείας και επιστήμης

Αφότου άρχισε ο πρωτόγονος άνθρωπος να αντιλαμβάνεται το φυσικό του περιβάλλον, έδινε σε κάθε φαινόμενο αμιγώς «θεολογικές» ερμηνείες. Δηλαδή ταύτιζε κάθε ήχο, κάθε κίνηση, κάθε τι που παρατηρούσε στη στεριά, στη θάλασσα και στον αέρα με κάποιο θεό, κάποιο πνεύμα, κάποια αόρατη δύναμη, η οποία ασχολείτο διαρκώς μαζί του, τον παρακολουθούσε και επηρέαζε τη ζωή του. Αυτά τα αόρατα «όντα» έπρεπε να εξευμενιστούν με σωστή συμπεριφορά, με δωρεές, με αναπομπή ευχών και επικλήσεων, με θυσίες κ.ά. Σταδιακά υποχωρούν όμως οι θεολογικές ερμηνείες και τη θέση τους παίρνουν οι «φυσιοκρατικές» ή, όπως λέμε σήμερα, οι επιστημονικές.

Το ιερατείο στη φαραωνική Αίγυπτο διαπίστωσε κάποια εποχή ότι «εξευμενίζονταν» οι θεοί και δεν έριχναν πια κεραυνούς πάνω στους ναούς που εξείχαν στην επίπεδη έρημο, όταν τοποθετούνταν γύρω σ' αυτούς μεταλλικές ράβδοι με χρυσές αιχμές, οι οποίες ράβδοι είχαν στερεωθεί στο έδαφος και γίνονταν οι ίδιες στόχος των «θεϊκών κεραυνών». Η γνώση είχε επηρεάσει τη θεολογία, αρκούσαν μερικές μεταλλικές ράβδοι για να αλλάξουν τις «διαθέσεις» των θεών!

Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης θεωρούσαν κατά τα βαβυλωνιακά πρότυπα ότι τα ορατά από τη Γη ουράνια σώματα ήταν «θεϊκές μονάδες με αυτοτελή βούληση» που επιδρούσαν στη ζωή των ανθρώπων. Αυτές τις αντιλήψεις αμφισβήτησαν διάφοροι αστρονόμοι και φιλόσοφοι της ελληνικής και ελληνιστικής εποχής, όπως ο Επίκουρος, ο οποίος θεωρούσε ότι τα ουράνια σώματα πήραν από την αρχή το σφαιρικό τους σχήμα και την αναγκαιότητα και περιοδικότητα των κινήσεών τους, και δεν αποτελούν «μακάριες και άφθαρτες οντότητες».

Οι θεοί, κατά την επικούρεια αντίληψη, δεν ανακατεύονται στα ανθρώπινα, δεν κάνουν χάρες και δεν δέχονται δώρα. Η άποψη του Επίκουρου δεν επεκράτησε μεν, επειδή ήταν επίσης μία εικασία, όπως εκείνες των Πλάτωνα και Αριστοτέλη, η σημασία της έγκειται όμως στο ότι αποτελεί μία φάση στη συνεχή διαπάλη μεταξύ της φυσικής θεώρησης των πραγμάτων και της θρησκευτικής οπισθοδρομικότητας. Πέρα απ' αυτά, σήμερα γνωρίζουμε ότι ο Επίκουρος είχε δίκιο!

Ακολούθησαν πολλές και διάφορες ανάλογες υποχωρήσεις των θρησκευτικών δοξασιών και δογμάτων, όσο προχωρούσε η συσσώρευση γνώσεων για τη φύση και την κοινωνία. Κατά το Μεσαίωνα οργανώνονταν λιτανείες και αναπομπή δεήσεων για να διασωθεί η κάθε πόλη από την επερχόμενη πανούκλα (μαύρος θάνατος)· όλες οι μεγάλες πόλεις της Ευρώπης έχουν ακόμα σε κεντρικό σημείο τους «στήλες πανούκλας». Με την ανακάλυψη του αίτιου για την πανούκλα και τις άλλες όμοιες επιδημικές ασθένειες και την εξάλειψή τους με ιατρικά μέσα, ξεχάστηκαν οι δεήσεις και επικλήσεις και οι περισσότεροι σύγχρονοι άνθρωποι αγνοούν ακόμα και για ποιο λόγο στήθηκαν οι συγκεκριμένες στήλες.

Στα τέλη του 13ου αιώνα κυκλοφόρησε στο Βυζάντιο ένα αντιδυτικό πόνημα για να αποδείξει τις «αιρετικές» απόψεις των Φράγκων, στο οποίο αναπτύσσεται, πώς «στηρίζουν τον ουρανό τριάντα άγγελοι, δώδεκα κολώνες και δώδεκα αψίδες», ενώ οι αστραπές και οι βροντές στον ουρανό προκύπτουν από «συγκρούσεις μεταξύ των αγγέλων στο πέταγμά τους» (Κ.Σιμόπουλος: Ξενοκρατία...). Επίσης κατά το Μεσαίωνα θεωρείτο στη Δύση δεδομένο ότι οι άγγελοι έσπρωχναν τους τότε γνωστούς πλανήτες για να συνεχίζουν να περιφέρονται «γύρω από τη Γη». Με εισαγωγή της έννοιας και υπολογισμό της έλξης των ουράνιων μαζών από τον Νεύτωνα, απηλλάγησαν οι άγγελοι του ουρανού από αυτό το έργο, αλλά ακόμα η ζώσα δύναμη (vis vita), κατά μερικές απόψεις η σοφία του θεού, διατηρούσε σταθερή και ανεμπόδιστη τη λειτουργία του σύμπαντος. Κι αυτή την αντίληψη αντικατέστησε όμως η επιστήμη στα μέσαα του 19ου αιώνα με την έννοια της ενέργειας, η οποία παραμένει σε κάθε ενεργειακά απομονωμένο σύστημα σταθερή.

Είναι αναμφισβήτητο ότι οι άνθρωποι προήγαγαν την επιστήμη κατά την Αναγέννηση, άλλοτε επειδή ήλπιζαν πως μέσω αυτής θα καταλάβαιναν καλύτερα τη «σοφία του θεού» (Νεύτων), άλλοτε επειδή πίστευαν στην απόλυτη χρησιμότητα της γνώσης και προπαντός στην εσωτερική σύνδεση της ηθικής, της γνώσης και της ευτυχίας (Βολτέρος) και άλλοτε επειδή πίστευαν ότι με την επιστήμη κατείχαν και αγαπούσαν κάτι ανιδιοτελές, αβλαβές, αυτάρκες, αληθινά αθώο, στο οποίο οι κακές παρορμήσεις των ανθρώπων δεν είχαν καμιά θέση (Σπινόζα).

Όμως, παρά τις καλές προθέσεις για συμβιβασμό με τα «θεία», η επιστήμη εξελίχθηκε σταδιακά σε αντίπαλο δέος για τη θρησκεία. Η ανακάλυψη στις αρχές του 21ου αιώνα οργανικού υλικού σε μετεωρίτες που έπεσαν στη Γη, με ηλικία μεγαλύτερη από αυτή του ηλιακού μας συστήματος, αλλά και ο εντοπισμός μεγάλων σύνθετων μορίων, ιδιαίτερα πλούσιων σε άνθρακα, στη σκόνη της ουράς ενός κομήτη (Wind 2), μας οδηγεί εύκολα στο συμπέρασμα ότι η ζωή δημιουργήθηκε ως οργανική ύλη σε άλλα ηλιακά συστήματα, σε άλλα σημεία του σύμπαντος και με τη διαδικασία της αέναης ανακυκλώσεως μεταφέρθηκε στον πλανήτη μας και εξελίχθηκε στη σημερινή μορφή της.

Πέρα απ' αυτά, η συζήτηση στην Κοσμολογία έχει απομακρυνθεί από τον παρόντα χώρο και χρόνο και βρίσκεται στην «αρχική έκρηξη» (big bang) και στο ερώτημα, τί υπήρξε πριν από αυτό: ένας θεός δημιουργός ή μήπως η συγκεκριμένη έκρηξη ήταν μία από τις πολλές που επαναλαμβάνονται περιοδικά ή, ακόμα, αν έχουν συμβεί και συμβαίνουν ακόμα πολλές αρχικές και γενεσιουργές εκρήξεις.

Σήμερα, δεν θα διεκδικούσε πρωτοτυπία η ιδέα ότι, αργά ή γρήγορα, θα μετατεθεί και πάλι προς τα πίσω, χρονικά και χωρικά, το σημείο που αρχίζει η επιστημονική αμφιβολία, οπότε οι θεολόγοι θα σπεύσουν να τοποθετήσουν εκεί την παρέμβαση ενός θεού δημιουργού! Οι επιστημονικές εξελίξεις επέρχονται λοιπόν σε όλα τα μέτωπα απρόβλεπτα και ραγδαία και η Αστρονομία, η Βιολογία, η Πληροφορική, η Παλαιο-ανθρωπολογία και η Ψυχολογία έχουν ήδη ανατρέψει τα θεμέλια των περισσότερων θρησκευτικών δοξασιών, ενώ διακεκριμένοι ερευνητές δηλώνουν ότι: «Στην αρχή χρειάστηκε ο θεός για να εξηγηθούν ο Αδάμ και η Εύα. Μετά λεγόταν ότι ο θεός ήταν απαραίτητος για να ξεκινήσει την εξέλιξη των βιολογικών ειδών. Η Κοσμολογία δείχνει, όμως, ότι η ζωή εξελίσσεται παντού, όπου βρεθεί ευκαιρία.» (συνέντευξη του φιλοσόφου, καθηγητή στην Οξφόρδη και στο Tufts, Daniel C. Dennett στο περιοδικό "Der Spiegel", 24-12-2005).

Απ' την άλλη πλευρά, οι διάφοροι θρησκευτικοί μηχανισμοί αδυνατούν να υλοποιήσουν επί αιώνες τον καθ' εαυτό στόχο των θρησκειών και, δραπετεύοντας από το ζωτικό τους λειτούργημα, επεκτείνονται και δραστηριοποιούνται σε άλλα άσχετα πεδία, κατά προτίμηση δε σε πολιτικές και κρατικές αρμοδιότητες και σε κερδοσκοπικές μεθοδεύσεις. Αυτοί ακριβώς οι μηχανισμοί καλλιεργούν, στηρίζουν και εκμεταλλεύονται παραδοσιακά τις ψυχικές καταστάσεις των εξαρτήσεων και της φοβίας, τις δεισιδαιμονίες και τις προκαταλήψεις ή, στην καλύτερη περίπτωση, δεν αποτολμούν οτιδήποτε για να τις αποτρέψουν.

Ταυτόχρονα, διάφοροι πολιτικολογούντες θεολόγοι με ροπή προς τον κυνισμό, αναγνωρίζουν μεν την ελλιπή επιχειρηματολογία από την πλευρά των θρησκειών, υποστηρίζουν όμως με αναφορές στις «χρήσιμες ψευδολογίες» που εισήγαγε ως εργαλείο χειραγώγησης του «όχλου» ο Πλάτων ότι, η «αλήθεια» κατέχεται από μια ελίτ και δεν γίνεται αντιληπτή από τη μεγάλη μάζα των ανθρώπων. Οι μάζες, υποστηρίζουν οι ίδιοι, είναι σκόπιμο να ζουν στο σκοτάδι και είναι αναγκαίο να τρoφοδοτούνται με μυθοπλασίες, γιατί δεν επιθυμούν και μάλλον δεν μπορούν να ζήσουν με την αλήθεια, ακόμα κι αν ήταν σε θέση να την αντιληφθούν! Δεν φαίνεται να θεωρούν δε, οι ίδιοι κυνικοί, άτοπο να συνεχιστεί επ' άπειρον η διατήρηση του λαού στην αμάθεια, όπου αυτό εξαρτάται από το εκάστοτε ιερατείο, μια και η μόρφωση, κατά την άποψή τους, φαίνεται να κάνει μερικούς ανθρώπους δυστυχισμένους.

Αυτή η περιφρονητική αντιμετώπιση του «λαού» δεν είναι καινούργια, αλλά διαχρονική. Ένα από τα πολλά παραδείγματα που μπορούν να αναφερθούν εδώ ενδεικτικά, αφορά τον Καλλίνικο Β', πατριάρχη Κων/πόλεως, ο οποίος απάντησε το έτος 1700 σε ερώτημα για απλοποίηση κάποιου εκκλησιαστικού κειμένου, ως εξής: «... ο χυδαίος λαός απ' αυτά δεν γνωρίζει τίποτα και μόνο ζαλίζεται και σκοτίζεται. Ο κόσμος ο απλούς θέλει να ακούει εκείνα όπου γρικά για να κατανύγεται, όπως βίους αγίων, πανηγυρικούς λόγους και τα τοιαύτα. Αμή γραφικά και μυστηριώδη νοήματα δεν είναι για τον λαόν» (Φίλιππος Ηλιού: Προσθήκες στην ελληνική βιβλιογραφία, Αθήνα 1973.)

Παράλληλα με τους «κυνικούς» επιχειρηματολογούν οι κοινωνιολογούντες θεολόγοι υποστηρίζοντας ότι, ναι μεν τα δόγματα και οι παραδόσεις, αν δεν έχουν χάσει ολικά την αξία τους, σίγουρα έχουν αλλάξει νόημα με την πάροδο των δεκαετιών και των αιώνων, όμως η θρησκεία είναι απαραίτητη για τον «απλό λαό», γιατί με αυτή επιτυγχάνεται κοινωνική συνοχή και χωρίς αυτή θα υπήρχε διάρρηξη του κοινωνικού ιστού. Αυτό και άλλα όμοια επιχειρήματα είναι, φυσικά, ανιστόρητα, δεδομένου ότι διάφορες πολυεθνικές, πολυφυλετικές και πολυθρησκευτικές κοινωνίες (π.χ. ΗΠΑ, Βραζιλία, Αυστραλία κ.ά.) έχουν αδιαμφισβήτητη συνοχή και μάλλον διαλυτικές τάσεις θα προέκυπταν, αν επιβαλλόταν σ' αυτές τις κοινωνίες μια ενιαία θρησκεία ή και, γενικώς, θρησκευτικότητα.

Μια συναφής τοποθέτηση με την προηγούμενη προβάλλει την αντίληψη του Ντοστογέφσκι ότι «Αν δεν υπάρχει θεός όλα επιτρέπονται!», άρα χρειάζεται -έστω προσχηματικά- ένας θεός για να φοβίζει και να «συγκρατεί» τους ανεξέλεγκτους ανθρώπους. Πρόκειται για μια εύχρηστη τοποθέτηση που εντυπωσιάζει σε πρώτη ακρόαση, αναφέρεται όμως σε μια υπανάπτυκτη κοινωνία νομάδων ή δουλοπάροικων που όλοι μάχονται εναντίον όλων και παραβλέπει τελείως τη σημασία τής ολοκληρωμένης παιδείας και τη δυνατότητα επικράτησης της ηθικής στη βάση της ορθολογικής αποδοχής. Η πραγματικότητα δείχνει εξάλλου ότι «με το θεό» έχουν τελεστεί τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην παγκόσμια Ιστορία, τόσο κατά το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση, όσο και στην εποχή μας κι αυτό με την κάλυψη και την ευλογία όλων των θρησκειών, κυρίως βέβαια των μονοθεϊστικών εξ αυτών.

Το τρομοκρατικό κτύπημα στους ουρανοξύστες της Νέας Υόρκης με τις 3-4 χιλιάδες νεκρούς έγινε στο όνομα του «μεγάλου αληθινού θεού» και η ληστρική επιδρομή στο Ιράκ με τις δεκάδες χιλιάδες νεκρούς και τις τεράστιες υλικές καταστροφές πραγματοποιήθηκε μετά από «συνομιλία» του «χριστιανικά αναγεννημένου» προέδρου με τον (επίσης αληθινό) θεό αυτοπροσώπως. Με αυτή την ευκαιρία δεν βλάπτει να υπενθυμίσουμε ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μαφιόζων στη Νέα Υόρκη -και τις ΗΠΑ γενικότερα- είναι ευλαβείς καθολικοί ιταλικής και ιρλανδικής καταγωγής με πλούσιο φιλανθρωπικό έργο...

Αποτέλεσμα της τελείως διαφορετικής αντιμετώπισης των ανθρώπων και των προβλημάτων τους - αναγνώριση και σεβασμός από τη μία πλευρά, περιφρόνηση και/ή παραπλάνηση από την άλλη - είναι ότι προκύπτει, εξ αντικειμένου, μια αντιπαλότητα μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, έστω κι αν αυτή δεν ομολογείται. Ειδικότερα, μεταξύ των μονοθεϊστικών θρησκειών από τη μια πλευρά και του ορθολογισμού από την άλλη, υπάρχει ένα θεμελιώδες χάσμα εκ προδιαγραφής: σε κανένα σημείο των ιερών βιβλίων τους δεν γίνεται αναφορά στην επιστήμη και την τεχνολογία, στην τέχνη και τον πολιτισμό. Ό,τι συναφές προβάλλεται σήμερα αναχρονικά, προέρχεται από αυθαίρετους συγκρητισμούς που υιοθετήθηκαν στην πορεία και από ύστερες προσθαφαιρέσεις, οι οποίες προκαλούν όμως τεράστιες αντιφάσεις με το αμετακίνητο αρχικό δογματικό οικοδόμημα.

Όσον αφορά τον ελληνόφωνο χώρο της Αρχαιότητας, ο εξ ανατολών χριστιανισμός αντικατέστησε μία προϋπάρχουσα αντίληψη για τη φύση και τον άνθρωπο, η οποία περιέκλειε την άμιλλα, τη φιλοκαλία, τη φιλομάθεια, τον προβληματισμό και την αναζήτηση. Το γεγονός ότι δίπλα σε κάθε ιερό του δωδεκαθέου (Νεμέα, Δελφοί, Ολυμπία, Έφεσος, Επίδαυρος κ.ά.), το οποίο ταυτόχρονα ήταν και θεραπευτήριο, υπήρχαν και έχουν διατηρηθεί μέχρι των ημερών μας ένα στάδιο και ένα θέατρο, προϊδεάζει για το αποτέλεσμα μιας σύγκρισης, στο πλαίσιο εκείνης της εποχής, προς θρησκείες μεσανατολικής προέλευσης.

Για το μωαμεθανισμό εκφράζονται αλληλοσυγκρουόμενες εκτιμήσεις: μερικοί μελετητές εικάζουν ότι είναι «αδύνατη η συμφιλιώση του κορανίου με την επιστήμη» (S. Hundington, Χάντιγκτον), ενώ άλλοι θεωρούν ότι είναι δυνατόν «να γίνει το Ισλάμ συμβατό με το σύγχρονο τρόπο ζωής... να τοποθετηθεί το κοράνι στο ιστορικό του πλαίσιο... να αποδεχτεί το Ισλάμ την πρωτοκαθεδρία της επιστήμης και της πολιτικής έναντι της θρησκείας.» (Malek Chebel, βλέπε βιβλιογραφία) - όπως έγινε και γίνεται με το χριστιανισμό και τα ιερά βιβλία του.

Το χάσμα μεταξύ της επιστημονικής προόδου και της θρησκευτικής οπισθοδρόμησης έχει διαμορφώσει σε μερικές κοινωνίες ένα σχιζοφρενικό τρόπο καθημερινής διαβίωσης, κατά τον οποίο, αφενός αξιοποιούνται, όσο το επιτρέπουν οι επιστημονικές και οικονομικές δυνατότητες, οι κατακτήσεις της επιστήμης και της τεχνικής στην υγεία, την εκπαίδευση, τις επικοινωνίες, τις συγκοινωνίες, τις κτηριακές κατασκευές, τη βιομηχανική παραγωγή, την ψυχαγωγία κλπ., και αφετέρου αναθεματίζονται με ρητορείες και παρεμβάσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα, οι ιστορικές διεργασίες, οι αντιλήψεις και τα πρόσωπα που οδήγησαν μέσα από αγώνες, ανακατατάξεις και επαναστάσεις σ' αυτές ακριβώς τις κατακτήσεις. Η σύγκρουση σ' αυτές τις κοινωνίες μεταξύ τεχνολογικού πολιτισμού (civilisation) και πολιτισμικού επιπέδου (culture) είναι ολοφάνερη!

Η μελέτη της Ιστορίας σε κλίμακα αιώνων δείχνει ότι η αντιπαλότητα μεταξύ επιστήμης και θρησκειών εξελίχθηκε σε σύγκρουση και απέβη, στην Ευρώπη κυρίως από το 17ο αιώνα και μετά, σε βάρος των θρησκειών· κύριο χαρακτηριστικό των τελευταίων αιώνων, ιδίως κατά τον 20ο αιώνα, ήταν η σταδιακή εγκατάλειψη των καθοδηγητικών παραδόσεων και ο «θρησκευτικός αποχρωματισμός» των μαζών. Ο ασθενής έπαψε να προσφεύγει πια στο ναό για προσευχή, αλλά πηγαίνει στο νοσοκομείο για θεραπεία. Ο φιλομαθής δεν περιορίζεται στα θρησκευτικά βιβλία, αλλά εκμεταλλεύεται ένα πλήθος άλλων πηγών μάθησης και πληροφόρησης, προφορικές, έντυπες και ηλεκτρονικές. Ο ταξιδιώτης δεν χρησιμοποιεί πια το γαϊδουράκι και την άμαξα ή τα πόδια του για να μεταβεί από μια πόλη σε μια άλλη, αλλά αξιοποιεί τα αυτοκίνητα, τα τραίνα, τα πλοία και τα αεροπλάνα για να επισκεφτεί άλλες πόλεις, άλλες χώρες και άλλες ηπείρους.

Επιπτώσεις από την υποχώρηση των θρησκειών

Ως συνέπεια αυτών των αντιφατικών γραμμών εξέλιξης, απ' τη μια μεριά η οπισθοδρομικότητα και προσκόλληση στις «παραδόσεις» της Εκκλησίας και απ' την άλλη οι ραγδαίες και ανατρεπτικές επιστημονικές και τεχνολογικές και μαζί τους, οι συνεπαγόμενες οικονομικές και κοινωνικές ανακατατάξεις δεκαετιών και αιώνων, οδήγησαν μεγάλες πληθυσμιακές ομάδες όχι στη μαζική αποδοχή της επιστήμης, όπως προέβλεπαν με αφέλεια οι ηγέτες του Διαφωτισμού αλλά, κατά κανόνα, στη διατήρηση ενός «ευσεβισμού» και ταυτόχρονα σε ένα πνευματικό αποπροσανατολισμό, ο οποίος δίνει έναυσμα για την αναζήτηση νεότερων υπερφυσικών «στηριγμάτων». Σημαντικότερα αίτια γι' αυτή την εξέλιξη είναι, αφενός η αδιαφορία ή αδυναμία για κατανόηση των νόμων της φύσης και της κοινωνίας και, αφετέρου, η απουσία ολοκληρωμένης παιδείας.Οι συνειδητοί «ευσεβιστές» αποτελούν μια μικρή αλλά δυναμικά αυτοπροβαλλόμενη κοινωνική ομάδα, οι οποίοι έχουν διαμορφώσει μια προσωπική «ορθή πίστη». Κατά βάθος τους απασχολεί μόνο η ατομική «σωτηρία» από κάποιες πραγματικές ή υποθετικές ενοχές και πιστεύουν ότι με τη θρησκευτικότητα προσεγγίζουν την επίτευξη των προσωπικών στόχων τους! Ταυτόχρονα επιδιώκουν όμως να επιβάλουν τις αντιλήψεις τους σε άλλους ανθρώπους, σε κοινωνικές ομάδες, σε όλη την κοινωνία, πιθανόν για να επιτύχουν μια αυτο-επιβεβαιώση και δικαίωση δια της ομοιομορφίας. Μια ενδιάμεση ομάδα πιστών, ποσοτικά μάλλον περιορισμένη, καλλιεργεί και προβάλλει ένα καιροσκοπικό ευσεβισμό, ο οποίος περιλαμβάνει μεν πολλές αμφιβολίες, αλλά διατηρεί εφεδρείες για τυχόν μεταθανάτιες εκπλήξεις: «Αν αποδειχθεί ότι έχω άδικο με την πίστη στο θεό, τότε θα έχω χάσει ελάχιστα.  αλλά, αν αποδειχθεί ότι έχω δίκιο, τότε θα έχω κερδίσει την αιώνια ζωή.» (Blaise Pascal)

Η συντριπτικά πολυαριθμότερη μερίδα των «ευσεβών» είναι άνθρωποι που συντηρούν, αυτοματικά και αθέλητα, μια περίπου μαγική ατομική θρησκευτικότητα: μείγμα ορμέμφυτης, ενστικτώδους φοβίας για το υπερβατικό άγνωστο, με κατάλοιπα εθιμικών ιδεοληψιών και δεισιδαιμονιών, αλλά και με πλήθος συσσωρευόμενων ανορθολογισμών και κοινωνικών παρεκβάσεων. Η όποια θρησκευτικότητα καλλιεργείται ή επιδεικνύεται από αυτή τηn κατηγορία «ευσεβών» στην καθημερινή ζωή, αποτελεί κατά κύριο λόγο αντίβαρο στις υποχωρήσεις, τις αμέλειες, τις ανεπάρκειες, την παραβατικότητα και την ελλιπή παιδεία και κατάρτιση που συνοδεύουν συχνότατα τον προσωπικό και επαγγελαμτικό βίο τους.

Ο καπετάνιος που ξεκινάει από το λιμάνι με κακοσυντηρημένο σκάφος, επισφαλή συστήματα πλοήγησης και επικοινωνιών, με ελλιπή γνώση των καιρικών προβλέψεων, με συναδέλφους ναυτικούς χωρίς επαρκή κατάρτιση, με πιθανόν υπερβολικό ή απαγορευμένο φορτίο και χωρίς τα απαιτούμενα τελωνειακά και φορολογικά έγγραφα, είναι προφανές ότι θα επικαλείται με αυξημένο ζήλο την «προστασία» των υπερβατικών δυνάμεων της όποιας θρησκείας του, προσδοκώντας βοήθεια σε περιπτώσεις κινδύνου από φυσικά φαινόμενα, τεχνικές αστοχίες και/ή υπηρεσιακούς ελέγχους.

Όλες οι εκτιμήσεις των προηγούμενων παραγράφων επιβεβαιώνονται από εμπειρικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία, στις αρχές του 21ου αιώνα ένα 80% των Ελλήνων μόνο περιστασιακά έρχεται σε επαφή με το γραπτό κείμενο. Από αυτούς, ένας σκληρός πυρήνας (39% του συνολικού πληθυσμού) βρίσκεται στο πολιτιστικό επίπεδο της προφορικότητας, αφού ούτε ένα βιβλίο ούτε κάν εφημερίδα έχει ποτέ του ξεφυλλίσει. H ίδια αυτή μάζα αποτελεί και το περιβάλλον, από το οποίο, αναπόφευκτα, αναδεικνύεται και εκείνο το φαινόμενο που είναι γνωστό από τα παμπάλαια χρόνια: η παραδοσιακή κοινωνία που μένει διαχρονικά καθηλωμένη στο στάδιο του προφορικού πολιτισμού και διαθέτει δικούς της, ιδιαίτερους θεσμούς και κανόνες - των «παραδόσεων». Tη λειτουργία αυτής της κοινωνίας ρυθμίζουν οι άγραφοι, εθιμικοί κανόνες δικαίου και ηθικής, ενώ ακριβώς εδώ ευδοκιμούν κάθε είδους θεσμικοί και περιστασιακοί παραμυθάδες, εξορκιστές, αστρολόγοι και μάγοι.

Η σταδιακή υποχώρηση των θρησκευτικών «αντιστάσεων» σε όλα τα μέτωπα οδήγησε κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα επίσης στο φαινόμενο της υιοθέτησης από θρησκεύοντες διανοούμενους της επιστημονικής ορολογίας και εν μέρει της μεθοδολογίας, αλλά με προφανείς στόχους: άλλοτε την επιβεβαίωση καταγεγραμμένων δογμάτων σε «ιερά βιβλία» και σε αποφάσεις «συνόδων», των οποίων η απόσυρση θα επέφερε κατ' ανάγκην ολική κατάρρευση του θρησκευτικού οικοδομήματος κι άλλοτε τη δυσφήμηση επιστημονικών εξελίξεων, κυρίως στον τομέα της Βιολογίας και Ιατρικής, των οποίων η αποδοχή σε ευρεία κλίμακα αλλάζει στην κοινή αντίληψη την «παραδοσιακή», θρησκευτικής προέλευσης εικόνα του ανθρώπου. Για το σκοπό αυτό αναπτύσσουν οι θρησκευτικοί μηχανισμοί, ιδίως στις ΗΠΑ, αφενός ψευδο-επιστημονικές θεωρίες, αφετέρου συλλέγουν και προβάλλουν επιλεκτικά στοιχεία που οδηγούν στην αποτροπή της διάδοσης της επιστημονικής γνώσης και στη διατήρηση των ιδεοληψιών από τη Μέση Ανατολή.

Έτσι, στην ίδια σύγχρονη κοινωνία, αντίθετα με ότι συνέβαινε σε παλαιότερους αιώνες της ομοιομορφίας, συμβιώνουν παράλληλα πολλές μικροκοινωνίες, με διαφορετικό μορφωτικό επίπεδο, διαφορετική κουλτούρα ασυνέπειας και/ή παραβατικότητας, διαφορετικές αντιλήψεις και διαφορετικούς στόχους ζωής, οι οποίες μικροκοινωνίες επικοινωνούν μεταξύ τους περιπτωσιακά και μόνο τυπικά.

Οι άνθρωποι πάντα αναζητούσαν και αναζητούν κάποιο «απώτερο νόημα», κάποιο «κρυμμένο μυστικό», την «αλήθεια» που ενοποιεί όλες τις αναζητήσεις, την απάντηση που καλύπτει όλες τις ερωτήσεις. Οι περισσότεροι δεν καταλαβαίνουν, όμως, αυτό που προκύπτει μέσα από τις επίπονες προσπάθειες της επιστημονικής μεθοδολογίας ή δεν ικανοποιούνται με αυτό, δεν αρέσκονται στο προφανές και απλούστερο, δεν γνωρίζουν τον κανόνα οικονομίας του Occam· υποπτεύονται, λόγω ελλιπούς παιδείας, πίσω από κάθε περίσκεψη και επιφυλακτικότητα που είναι υποχρεωμένος να δείχνει ο επιστήμονας, μια σκοπιμότητα, μια απόκρυψη, μια αδυναμία κι έτσι καταφεύγουν στις αυθαίρετες και εντυπωσιακές εξηγήσεις, στο υπερφυσικό, στα παραφυσικό, στο παράλογο. Οι άνθρωποι συμπληρώνουν συνηθέστατα το «κενό» που αφήνει μέσα τους η αμφισβήτηση των απατηλών και ανεκπλήρωτων υποσχέσεων των θρησκειών για τα πάντα και το τίποτα, με οτιδήποτε απαλύνει τους δικούς τους φόβους και ενισχύει τις προσωπικές τους προσδοκίες. Όπως διατύπωσε ένας οξυδερκής διανοητής (G.K. Chesterton), όταν ένας άνθρωπος παύει να πιστεύει στον παραδοσιακό θεό, δεν σημαίνει ότι δεν πιστεύει σε τίποτα, συχνότατα πιστεύει σε οτιδήποτε!

Ο μαζικός αποπροσανατολισμός των ανθρώπων στις σύγχρονες κοινωνίες, τούς οδήγησε σε αναζητήσεις κάθε μορφής, οι οποίες αναζητήσεις πήραν με την πάροδο των δεκαετιών τη διάσταση κινημάτων σε παγκόσμια κλίμακα. Αυτά τα κινήματα όμως δεν εκπροσωπούσαν κατά κανόνα κάποιο συγκεκριμένο και εφικτό όραμα και γι' αυτό οδήγησαν σε πολλαπλές απογοητεύσεις:
  • Η θρησκευτική πίστη υπέστη βαρύτατα πλήγματα και γίνεται πλέον αποδεκτή στο σύνολο των δογμάτων της κάθε θρησκείας μόνο από μειοψηφίες, κυρίως από ανασφαλή άτομα, από ανθρώπους περιορισμένης παιδείας, από κατοίκους αγροτικών περιοχών και από υπερήλικες συμπολίτες.
  • Διάφορες πολιτικές ιδεολογίες αποδείχθηκαν ατελέσφορες, αφού δεν πέτυχαν να υλοποιήσουν πανάρχαια κοινωνικά οράματα ισότητας, ελευθερίας και δικαιοσύνης.
  • Τέλος, η τέχνη δεν κατάφερε να ξεφύγει από την ελιτίστικη αυτοεκτίμηση των καλλιεργητών της ώστε να είναι σε θέση να ικανοποιήσει και να δώσει ένα εναλλακτικό όραμα σε ευρύτερες πληθυσμιακές ομάδες.
Ως συνέπεια αυτών των προσωπικών αδυναμιών και απογοητεύσεων διευρύνεται η τάση προσφυγής στον εσωτερισμό, στον αποκρυφισμό, στις ψευδο-επιστημονικές παραδοξολογίες, στον αναχωρητισμό, στην αισθητική περισυλλογή, στο μηδενισμό και, όπως είδαμε στα προηγούμενα, στην τεχνοφοβία ή στην τεχνολαγνεία, αλλά μερικές φορές και στη θεοποίηση της ίδιας της επιστήμης.

Όλες αυτές οι επιλογές και άλλες όμοιες, μπορεί να περιγραφούν ως νέες προσωπικές θρησκευτικές συνειδήσεις, χωρίς συσχετισμό με ιερά βιβλία, ναούς, ιερατεία και παρωχημένα δόγματα, αλλά με ευελιξία στόχων, ανάλογα με τις κατά καιρούς και τόπους ιδιομορφίες.

Αυτές οι διεργασίες θεωρούνται από ορισμένους διανοητές ως ευκαιρία για αναζήτηση νέων, εναλλακτικών δυνατοτήτων «σωτηρίας», ατομικής ή συλλογικής, όπως επαγγέλονταν παραδοσιακά οι θρησκείες. Κατά μία άποψη μάλιστα, η υιοθέτηση, πρωτίστως από ανασφαλείς ανθρώπους, της επιστήμης ως εναλλακτικής θρησκείας, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό στην πράξη, οδηγεί έτσι κι αλλιώς σε σταδιακή απεξάρτηση από προλήψεις και δεισιδαιμονίες, εθίζει στην ορθολογική αντιμετώπιση των φαινομένων της φύσης και των προβλημάτων της ζωής και, τελικά, οδηγεί αργά ή γρήγορα στην αναζήτηση της προσωπικής «σωτηρίας» με την αποδέσμευση από παιδικές φοβίες και κοινωνικούς εξαναγκασμούς.

Ακόμα κι αν υπήρχε λόγος οποιασδήποτε σωτηρίας - άραγε σωτηρία από τί και προς τί; - η επιστήμη δεν έχει και δεν θα μπορούσε να εξαγγείλει ποτέ θεσμικά ότι αποσκοπεί σε κάποια προσωπική σωτηρία ή δικαίωση. Η επιστήμη:
  • Δεν δίνει τελικές εξηγήσεις αλλά λύσεις σε συγκεκριμένα προβλήματα, σύμφωνα με τις ανάγκες και το εκάστοτε επίπεδο γνώσεων, οι οποίες λύσεις θα καταγράφονται θετικά ή θα απορρίπτονται μόνο μετά την αξιολόγηση του αποτελέσματος.
  • Διδάσκει μίαν αλήθεια που είναι ανοικτή σε όλους, ανεξάρτητα από οποιαδήποτε «χάρη», και η οποία αλήθεια στηρίζεται στη μελέτη, στη δοκιμή και στην επιβεβαιωτική επανάληψη.
  • Τα πορίσματα της επιστήμης είναι κάθε στιγμή υπό αμφισβήτηση και δεν αναγνωρίζονται δόγματα και αμετακίνητες αλήθειες· τα αξιώματα της Φυσικής (διατήρηση ενέργειας, ορμής, φορτίου και ισοτιμίας) δεν έχουν δογματική αλλά εμπειρική θεμελίωση και επιβεβαιώνονται σε κάθε μέτρηση.
  • Μόνο γενικεύσεις τεκμηριωμένων και αντικειμενικών εμπειριών μπορεί να διατυπώσει, με τις οποίες εξηγούνται και περιγράφονται όλα τα συναφή φαινόμενα και δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με την «εξ αποκαλύψεως», την εκ του μηδενός «αλήθεια» των θρησκειών.
  • Γνωρίζει ότι είναι καταδικασμένη σε μαρασμό και κοινωνική απόρριψη, τόσο στην περίπτωση που οι ερευνητές περιπέσουν στην αλαζονεία και την ανεξέλεγκτη πολυπραγμοσύνη που έδειξαν κατά καιρούς και δείχνουν συχνά ακόμα οι εκπρόσωποι των θρησκειών και άλλων κοινωνικών και κρατικών θεσμών, όσο και στην περίπτωση που αποκρύψει και αποσιωπήσει τα τεκμηριωμένα αποτελέσματα μελετών και συλλογισμών των ερευνητών.

Προσπάθειες για μια αλλαγή πορείας των θρησκειών

Το 17ο αιώνα παραξενεύονταν οι θεολόγοι, γιατί ελκύονται οι διανοούμενοι από τις επιστημονικές «επιτυχίες» και όχι από τις θρησκευτικές δοξασίες. Στο πέρασμα από την προεπιστημονική στη σύγχρονη εποχή έγραφε ο επιφανής 'Αγγλος θεολόγος και ιεροκήρυκας Thomas Manton (Μάντον, 1620-1677): «Όταν οι άνθρωποι της επιστήμης περιγράφουν τα ιδιόμορφα πειράματα και τις περίεργες ανακαλύψεις τους, τότε τους θεωρούμε αξιόπιστους και αποδεχόμαστε τις μαρτυρίες τους. Γιατί όμως δεν μας αντιμετωπίζουν ανοιχτόμυαλοι άνθρωποι το ίδιο δίκαια και δεν πιστεύουν αυτά που τους λέμε; Έχουμε εξ ίσου υγιή λογική και είμαστε το ίδιο φιλαλήθεις. Γιατί δεν πιστεύουν όταν μαρτυράμε, τί προσέφερε ο Κύριος στις καρδιές μας; Γιατί αντιμετωπίζεται η πνευματική εμπειρία μας περισσότερο ως ποίηση σε σύγκριση με τις ανακαλύψεις στη Χημεία και τη Γεωγραφία;»

Το παράπονο του Μάντον δείχνει τον προβληματισμό που είχε αρχίσει να απλώνεται ήδη από το 17ο αιώνα, αλλά και την έλλειψη οξυδέρκειας των θρησκευόμενων διανοουμένων της εποχής: η θρησκευτική πίστη δεν είχε συμβάλει καθόλου στη βελτίωση της ζωής των ανθρώπων και αυτό γινόταν αντιληπτό από τους (λίγους) μορφωμένους που είχαν τη δυνατότητα να διατηρούν μία εποπτεία για τις ιστορικές εξελίξεις. Αν και ακόμα ήταν λίγες οι επιστημονικές ανακαλύψεις, οι επιστήμονες διέβλεπαν ότι με τη γνώση δίνονταν εξηγήσεις σε φαινόμενα και γεγονότα, τα οποία το θρησκόληπτο παρελθόν της υποταγής και ομοιομορφίας δεν είχα καταφέρει να εξηγήσει.

Τον 21ο αιώνα συντηρείται η οπισθοδρομικότητα που καλλιεργούν οι ωφελούμενοι από αυτή μηχανισμοί και μόνο μερικοί, ελάχιστοι, χριστιανοί θεολόγοι αντιλαμβάνονται την εκδήλωση των πολλαπλών αντιφάσεων και τις πολύπλευρες και ανατροφοδοτούμενες συγκρούσεις. Αυτοί ακριβώς δημοσιοποιούν τον προβληματισμό τους για την αντίθεση μεταξύ θρησκείας και επιστήμης, ενάντια στην επιβαλλόμενη από τους εκκλησιαστικούς μηχανισμούς αποσιώπηση και ακινησία.

Συγκεκριμένα, καταγγέλλουν ότι η χριστιανική θεολογική σκέψη έχει εγκλωβιστεί μέσα στο γνωστικό και εννοιολογικό σύμπαν εκείνων των εκκλησιαστικών ηγετών που έζησαν πριν από 15 και πλέον αιώνες και γι' αυτό δεν είναι πια σε θέση η θρησκεία και η εκκλησία να αντιμετωπίσουν τα σύγχρονα ερωτήματα και τις αμφιβολίες του σημερινού ανθρώπου, τη σύγχρονη κοινωνία και τη σύγχρονη γνώση.

Αντίστοιχα ισχύουν για τις υπόλοιπες «θρησκείες της ιστορικής αποκαλύψεως του θεού» και για τις θρησκείες του «αιωνίου νόμου του κόσμου». Η θεολογία είναι πια «ένας παρωχημένος, απολιθωμένος κόσμος των ξεπερασμένων γνώσεων και απόψεων που οι σύγχρονοι θεολόγοι δεν τολμούν καν να θίξουν, επικαλούμενοι την παράδοση» (Α. Μέσκος, βλέπε βιβλιογραφία). Η πραγματικότητα αυτής της αντίθεσης θρησκείας-επιστήμης γίνεται ολοένα πιο σύνθετη και η πρόκληση, η οποία προκύπτει γιγαντώνεται και πολυπλέκεται με την πάροδο του χρόνου, πολύ πιο γρήγορα από ότι σε παρελθόντες αιώνες. Όλα τα μεγάλα προβλήματα της κοσμολογίας, της δημιουργίας και εξέλιξης της ζωής στη Γη, αλλά πιθανόν και σε άλλους πλανήτες, της ειρηνικής συμβίωσης των ανθρώπων με διαφορετικό πολιτισμικό επίπεδο κ.ά. απαιτούν νέους ορισμούς και νέες τοποθετήσεις για να είναι δυνατόν να διατυπωθεί μια σύγχρονη ηθική.

Σε άρθρο της αμερικάνικης εφημερίδας New York Times στις 28-2-2006 διατυπώνεται μια «έκκληση για ανακωχή στη μάχη μεταξύ θρησκείας και επιστήμης», αφού «επιστήμη και θρησκεία δεν ασχολούνται με το ίδιο αντικείμενο και, τουλάχιστον θεωρητικά, υπάρχει η δυνατότητα να συνυπάρξουν ειρηνικά και μάλιστα να συμπληρώνουν, αντί να αντιμάχονται η μία την άλλη» (βλέπεβιβλιογραφία).

Οι διανοούμενοι που εκφράζουν τέτοιες απόψεις παραβλέπουν ότι κύριος λόγος ύπαρξης των θρησκειών στις αρχές του 21ου αιώνα είναι η διαχείριση και αύξηση του συσσωρευμένου πλούτου και της πολιτικής εξουσίας που ασκεί ο εκκλησιαστικός μηχανισμός, σε ανοικτή διαπλοκή με πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις της κοινωνίας. Αν το αντικείμενο διαφωνίας ήταν πράγματι τα «πνευματικά ζητήματα», όπως τελείως απροσδιόριστα χαρακτηρίζεται η ενασχόληση με θρησκευτικά θέματα, θα προέκυπτε αργά ή γρήγορα σύγκλιση σε απόψεις, όπως π.χ.: «Η υπόθεση για την ύπαρξη ενός θεού, ο οποίος καθοδηγεί την οργανική εξέλιξη και παρεμβαίνει στη ζωή των ανθρώπων, βρίσκεται σε αντίφαση με τις διαπιστώσεις της Βιολογίας και των πορισμάτων από τη μελέτη του εγκεφάλου» (Edward O. Wilson: «Consilience, The Unity of Knowledge», βλέπε βιβλιογραφία).

Μια άλλη κατηγορία ανθρώπων με συμβιβαστικές προθέσεις μεταξύ επιστήμης/τεχνολογίας και θρησκείας περιλαμβάνει επιστήμονες θετικών κατευθύνσεων και τεχνολόγους που έχουν οικογενειακή παράδοση ή προσωπική επιλογή θρησκευόμενου και οι οποίοι αδυνατούν, όπως είναι φυσικό, να συμβιβάσουν το καταρρέον σύστημα των θρησκευτικών ιδεοληψιών με την επιστημονική και τεχνολογική πραγματικότητα. Αυτή η κατηγορία διανοουμένων αναγνωρίζει κατ' ανάγκην την αντιπαλότητα μεταξύ επιστήμης και θρησκείας, την τοποθετεί όμως σε παλαιότερες εποχές, με αναφορές στον Κοπέρνικο και στον Γαλιλαίο και επισημαίνει, ως νέο εύρημα, τη «φιλική» αντιμετώπιση της τεχνολογίας εκ μέρους των θρησκειών.

Εκτιμούμε ότι αυτή η αντίληψη αποτελεί μια διέξοδο αμηχανίας που εξυπηρετεί την ψυχολογική εξισορρόπηση του επιθυμητού με το πραγματικό και προσφέρει την ευκαιρία μιας προσωπικής δικαίωσης. Γεγονός είναι ότι ο εκκλησιαστικός μηχανισμός αναγκάζεται να αποδέχεται σταδιακά, έστω και καθυστερημένα, όλες τις προ πολλού καθιερωμένες θέσεις της επιστήμης, σχετικοποιώντας τις διαδεδομένες αντιλήψεις για τη σημασία των ιερών γραφών. Αυτό όμως δεν αναιρεί την ιστορική αντίθεση του μηχανισμού στην επιστήμη και τους επιστήμονες, άλλοτε με αναθεματισμούς και εξωστρακισμούς και άλλοτε με περιορισμό της ελευθερίας και θανατική ποινή, ούτε έχει επηρεάσει την εκμεταλλευτική πρακτική του ιερατείου που εκδηλώνεται ενάντια στις υποδείξεις της επιστήμης και της τεχνολογίας, όπου και όποτε παρουσιαστεί ευκαιρία πλουτισμού, π.χ. με προκύνημα σε εικόνες που «θαυματουργά» δακρύζουν ή σε «άλιωτα» πτώματα κ.ά.

Όμως, ακόμα στις αρχές του 21ου αιώνα ακούγονται καταγγελτικοί λόγοι του τύπου: «...ο άνθρωπος, ιδιαίτερα κατά τον παρελθόντα αιώνα, αποστασιοποιήθηκε από τη φύση, την είδε ως αντίπαλο που θα έπρεπε να τιθασεύσει, ή ως υποζύγιο, το οποίο έχει το δικαίωμα να το εκμεταλλευθεί με οποιονδήποτε τρόπο τον εξυπηρετεί χωρίς να δίδει λογαριασμό σε κανένα...» (Αρχιεπ. Χριστόδουλος, Ιάσιο, 2003) - που δηλώνει πλήρη απουσία κατανόησης για τη βασική λειτουργία της επιστήμης και της τεχνολογίας, οι οποίες αποβλέπουν στην αξιοποίηση και τον έλεγχο, στο βαθμό που αυτά είναι δυνατά, φυσικών νόμων και διεργασιών.

Τί μπορεί να σημαίνει η ένσταση: «είδε (ο άνθρωπος) τη φύση ως αντίπαλο»; Δεν είναι αντίπαλος ο κεραυνός, οπότε πρέπει να διοχετευτεί η δράση του μακριά από ζωές και περιουσίες; Δεν είναι αντίπαλος ο ποταμός που ξεχειλίζει και απειλεί ανθρώπους και περιουσίες; Δεν θα είναι αντίπαλος κάποιος μετεωρίτης που κατευθύνεται προς τη Γη και απειλεί εδώ τα έμβια όντα και τον ανθρώπινο πολιτισμό;

Ο χριστιανικός εκκλησιαστικός μηχανισμός δεν πρόλαβε να πάρει θέση κατά της τεχνολογίας, η οποία απαιτεί εξειδικευμένη παιδεία και δι' αυτής οδηγεί τους ανθρώπους στην αποδέσμευση από τις «παραδόσεις», από τα επιβληθέντα και όχι συμφωνημένα υπονοούμενα. Όπως ξέρουμε, η ανάπτυξη της τεχνολογίας ήταν κατά το 19ο και 20ο αιώνα τόσο απρόβλεπτη και ραγδαία, ώστε οι θρησκευτικές ηγεσίες να υπερφαλαγγιστούν από τις εξελίξεις και να βρεθούν στην οπισθοφυλακή, ως συντηρητές «πατερικών» αντιλήψεων των πρώτων μ.Χ. αιώνων.

Μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο έγιναν, βέβαια, πολλές προσπάθειες αναπροσαρμογής ώστε, με τις παλιές τεχνικές επιρροής και εξουσίας, να ανανεωθεί ο επικοινωνιακός λόγος της Εκκλησίας και να γίνει αυτή ελκυστική για τις νεότερες γενιές. Μία από τις πρόσφατες προσπάθειες αναπροσαρμογής στα κεκτημένα της επιστήμης αποτελεί άρθρο της εφημερίδας του Βατικανού L' Osservatore Romano που αναδημοσιεύεται στους New York Times (βλέπε βιβλιογραφία). Σ' αυτό καταφέρεται ο Fiorenzo Facchini (Φακίνι), καθηγητής εξελικτικής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Mπολόνια, κατά της ψευδο-επιστήμης του «Δημιουργισμού» και κατά της νεότερης παραλλαγής της του λεγόμενου «Ευφυούς σχεδιασμού» (intelligent design): «Aν δεν θεωρείται επαρκής η θεωρία του Δαρβίνου, πρέπει να αναζητηθεί κάποια άλλη» και «δεν είναι μεθοδολογικά ορθό να αποκλίνει κανείς από την επιστήμη, ενώ υποκρίνεται ότι κάνει επιστήμη». Αυτό που τελικά ενδιαφέρει, μάλλον ως προσωρινά έσχατη γραμμή υποχώρησης, είναι: «όσο η επιστήμη δεν διατείνεται ότι μπορεί να δώσει απαντήσεις σε πνευματικά ερωτήματα, είναι όλα εντάξει» - κάτι το οποίο, φυσικά, ποτέ δεν επεδίωξε η επιστήμη. Έτσι, εγκαταλείπει η καθολική εκκλησία τους Δημιουργιστές, τους οποίους ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε απορρίψει και επιβιβάζεται δειλά στο όχημα της «εξέλιξης των ειδών» ... Ο Δαρβίνος και μαζί του η επιστήμη «δικαιώνονται» από τους αντιπάλους που τον χλεύαζαν και τον αναθεμάτιζαν!

Όσον αφορά, τέλος, τη δήθεν «φιλικότητα» της χριστιανικής θρησκείας προς την τεχνολογία διαπιστώνεται, από τη μια πλευρά η εναντίωση από τον εκκλησιαστικό μηχανισμό στις αρχές του 21ουαιώνα σε απλές τεχνικές, όπως αυτής του γραμμωτού κώδικα (bar code), ενός ηλεκτρονικού εργαλείου για την εύκολη ανάγνωση τυποποιημένων ετικετών, ο οποίος κώδικας κρύβει δήθεν πάμπολλα μυστικά για το «χάραγμα του Αντιχρίστου» των πιστών με ακτίνα λέιζερ (!), για τον αριθμό του θηρίου 666 και άλλες απίθανες ανοησίες και δαιμονολογίες θεοπλήκτων και, από την άλλη πλευρά, η εναγώνια προσπάθεια του ίδιου μηχανισμού να παρέμβει εποικοδομητικά στα προβλήματα των σύγχρονων κοινωνιών, μερικά από τα οποία προκαλούνται πράγματι από τις επιστημονικές εφαρμογές και την εξέλιξη της τεχνολογίας.

Η συμβολή κάθε πολίτη στην επίλυση των όποιων προβλημάτων είναι αναμφισβήτητα ελεύθερη, ίσως και επιβεβλημένη. Η προσπάθεια, όμως, να αντιμετωπιστούν τέτοια προβλήματα με παράθεση αποσπασμάτων από γραφές νομαδικών λαών της ερήμου ή με καταγγελτικές γενικότητες κατά του «εγωισμού» και του «υλισμού», μάλλον ως παρωχημένη γραφικότητα μπορεί να εκληφθεί. Η αντιμετώπιση με σύγχρονες επιστημονικές και τεχνολογικές γνώσεις των επίκαιρων προβλημάτων (περιβάλλον, βιοηθική κ.ά.) των κοινωνιών προϋποθέτει, φυσικά, την πλήρη αποδοχή των μεθόδων και των πορισμάτων της επιστήμης και, μαζί τους, την αποδοχή όλων εκείνων των επιστημονικών απόψεων, τις οποίες ο εκκλησιαστικός μηχανισμός υποκριτικά απορρίπτει.

Το προβλεπτό μέλλον

Τελικά, αν είναι απαραίτητο και επιτρεπτό να διατυπώσουμε μία πρόβλεψη, με την επιβαλλόμενη γενικότητα, για τις μελλοντικές προοπτικές, προβάλλοντας στο μέλλον τις εξελίξεις των τελευταίων τεσσάρων αιώνων και διακρίνοντας σ' αυτό το θέμα μία τάση αυξητικής συνέχειας, είναι δυνατόν να διαπιστώσουμε ότι η επιστήμη θα εμπλουτίζει και στο μέλλον, με την ατέρμονη εξέλιξή της, σταθερά το θησαυρό των κεκτημένων επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, δημιουργώντας το γνωσιακό υπόβαθρο για ένα νέο διαφωτισμό και δυναμικό ανθρωπισμό, αλλά και ένα σύγχρονο κώδικα ηθικής που δεν θα στηρίζεται στις εμπειρίες των λαών της ερήμου, αλλά στη σύγχρονη γνώση για τη φύση και την κοινωνία και με κύριο στόχο την απαγκίστρωση του ανθρώπου σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό από πάσης φύσεως δουλείες και εξαρτήσεις.

Εισαγωγή III


Τεχνοσκεπτικισμός

Μια άλλου είδους κατηγορία τεχνοφοβικών στάσεων αφορά διανοούμενους με συγκροτημένες αντιλήψεις, οι οποίοι θεωρούν ότι μέχρι και το τέλος του 20ου αιώνα αναπτύχθηκε η τεχνολογία σε σημαντικό βαθμό ώστε, αφενός να μην έχουν αξιοποιηθεί ακόμα όλες οι εφευρέσεις και τεχνικές δημιουργίες και αφετέρου να μην έχει κατανοηθεί, ποιες είναι οι βαθύτερες επιπτώσεις στο φυσικό περιβάλλον και την κοινωνία από αυτές τις τεχνολογικές εξελίξεις.

Θα έπρεπε λοιπόν, υποστηρίζουν οι συγκεκριμένοι στοχαστές, με δεδομένες και αναμφισβήτητες τις πιθανότητες σημαντικών καταστροφικών εξελίξεων που θα καταλογιστούν στον τεχνολογικό τομέα, να περιοριστεί η υποστήριξη της κοινωνίας (χρηματοδότηση!) σ' αυτό το είδος των επιστημονικών δραστηριοτήτων, ώστε να αξιοποιηθούν πρώτα τα έτοιμα και, ταυτόχρονα, να μελετηθούν καλύτερα, μακροπρόθεσμα και σε παγκόσμια κλίμακα οι επιπτώσεις των τεχνολογικών επιτευγμάτων. Θα είναι έτσι δυνατόν, λέγεται, να καταστρωθεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο πάνω σε ηθικές βάσεις για την πορεία της ανθρωπότητας στους επόμενους αιώνες.

Αναμφισβήτητα, οι θετικές επιστήμες και η τεχνολογία είναι δυνατόν να κατηγορηθούν! Σχεδόν κάθε νέα επινόηση περιέχει και το σπέρμα της κατάχρησής της, όπως συνέβη:
  • με την πυρηνική ενέργεια που αξιοποιήθηκε μεν για ειρηνικούς ιατρικούς, ενεργειακούς κ.ά. κοινωνικούς σκοπούς, αλλά πρωτίστως αναπτύχθηκε σε μεγάλη κλίμακα και χρησιμοποιήθηκε ως όπλο μαζικής καταστροφής,
  • με τα φυτοφάρμακα και εντομοκτόνα, τα οποία απαλλάσσουν μεν από ασθένειες και βελτιώνουν την παραγωγή, αλλά ταυτόχρονα επιβαρύνουν συσσωρευτικά το οικοσύστημα,
  • με την προσπάθεια για εξερεύνηση του ηλιακού συστήματος και την αποίκιση γειτονικών πλανητών που αξιοποιείται όμως ταυτόχρονα και ως απειλή κατά ανταγωνιστικών κρατών και κοινωνιών για επίθεση και καθυπόταξη,
  • με τη διάδοση και χρήση από ευρύτατες πληθυσμιακές ομάδες κινητών τηλεφώνων και πιστωτικών καρτών που διευκολύνουν μεν πάρα πολύ τις επικοινωνίες και τις οικονομικές δοσοληψίες, αλλά παράλληλα δίνουν την ευχέρεια σε ανεξέλεγκτους μηχανισμούς να ελέγχουν κάθε πολίτη που θα βάλουν ως στόχο,
  • με την ευρύτερη διάδοση της ηλεκτρονικής επικοινωνίας που φέρνει τους ανθρώπους από διαφορετικές πόλεις, χώρες και ηπείρους εγγύτερα, αλλά ταυτόχρονα οδηγεί σε υποβάθμιση της ομιλούμενης και γραπτής γλώσσας και στην απρόβλεπτη μεταλλαγή των διανθρώπινων σχέσεων,
  • με τη δυνατότητα μεταμοσχεύσεων ζωτικών ανθρώπινων οργάνων που δημιουργεί προύποθέσεις μεγαλύτερης διάρκειας και καλύτερης ποιότητας ζωής, αλλά ταυτόχρονα οδηγεί στον κανιβαλισμό σε βάρος φτωχών και ανήμπορων ανθρώπων κλπ.
Ουδείς άνθρωπος με συγκροτημένη παιδεία είναι δυνατόν να αμφισβητήσει τις (με τις σημερινές αντιλήψεις μας) απορριπτέες χρήσεις ορισμένων τεχνολογιών. Η προβαλλόμενη δε από τους συνειδητοποιημένους σκεπτικιστές ανάγκη για ενδελεχή μελέτη των επιπτώσεων της τεχνολογίας σε παγκόσμια κλίμακα δεν πρέπει να παρακάμπτεται ως προσχηματική ή περιττή.

Ο Bertold Brecht καταλήγει στο έργο του «Η ζωή του Γαλιλαίου» στην «καταδίκη» του μεγάλου ερευνητή, όταν πληροφορείται ο ίδιος ο συγγραφέας, αρχικά στη Δανία όπου ζούσε, για την τρομακτική καταστροφική δύναμη της πυρηνικής ενέργειας και αργότερα, στην Αμερική, για την έκρηξη πυρηνικών βομβών στο Ναγκασάκι και στη Χορσίμα. Αυτή η φιλολογική καταδίκη του Γαλιλαίου ήρθε δε περίπου στην εποχή που η Καθολική Εκκλησία αποκαθιστούσε ηθικά τον πρωτοπόρο φυσιοδίφη. Ο Γαλιλαίος αυτοκατηγορείται σ' αυτό το έργο του Brecht με τα λόγια: «Αν είχα καταλάβει να μη διαδίδω γνώσεις χωρίς περίσκεψη...»

Τελικά, σύμφωνα με αυτή τη λογική, ο Ιεροεξεταστής έχει δίκιο και ο Γαλιλαίος άδικο στο δίλημμα αποσιώπηση ή διάδοση των γνώσεων. Όμως, καταρχάς φαίνεται ότι οι ιδέες για περιορισμό των τεχνολογικών εξελίξεων, με στόχο μια ηθικοποίηση της επιστήμης και της κοινωνίας, είναι αντιεπιστημονικές και, σε πρακτικό επίπεδο, ανεφάρμοστες! Επίσης, δεν συνάδουν με τη νοοτροπία της προόδου που χαρακτηρίζει, αφενός την κοινωνία μας, από την Αναγέννηση και εντεύθεν και αφετέρου τους ερευνητές, οι οποίοι πάντα, όποτε βρέθηκαν μπροστά σε ένα επιστημονικό ή τεχνολογικό δίλημμα, προσπάθησαν να το αντιμετωπίσουν. Η προσδοκία ότι ένα παγκόσμιο σύστημα «ποτοαπαγόρευσης» θα δώσει αποτελέσματα, είναι μάλλον αφελής.

Πέρα απ' αυτά, αν έπρεπε να απαγορευτεί οτιδήποτε προκάλεσε στο παρελθόν καταστροφές ευρείας κλίμακας και απειλεί να τις επαναλάβει στο μέλλον, τότε θα έπρεπε να απαγορευτούν όλες οι θρησκείες!

Ο Κορνήλιος Καστοριάδης παρουσιάζει σε μια ομιλία του («Η τεχνοεπιστήμη» από τις «Ομιλίες στην Ελλάδα», βλέπε βιβλιογραφία), εκτυπωμένη σε 40 σελίδες, τα προβλήματα από την απρόβλεπτη και ανεξέλεγκτη ανάπτυξη της τεχνολογίας αλλά, πέρα από την καταγραφή συγκεκριμένων περιπτώσεων και μια αμήχανη πρόβλεψη για το μέλλον, δεν έχει κάποια συγκεκριμένη λύση, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει στόχο των πολιτικών και των επιστημόνων για την αντιμετώπιση τυχόν αρνητικών εξελίξεων.

Η εργαστηριακή τράπεζα, πάνω στην οποία πραγματοποίησαν 
οι Hahn και Strassmann την πρώτη σχάση ατόμου.

Μία προφανής λύση φαίνεται να εντοπίζεται σήμερα στη διακοπή από το κράτος της χρηματοδότησης για πειράματα προς τέτοιες «επικίνδυνες» κατευθύνσεις. Μόνο που, πρώτον, ουδείς γνωρίζει εκ προοιμίου ποιες από τις κατευθύνσεις είναι «επικίνδυνες»· η κατηγοριοποίηση εκ του αποτελέσματος είναι σ' αυτή την περίπτωση άνευ ουσίας!

Δεύτερον: Κατ' αρχήν, η κατασκευή της ατομικής βόμβας που απειλεί τον πολιτισμό μας λόγω πιθανής χρήσης της από πυρηνικές δυνάμεις, έγινε με πρωτοβουλία και αδρή χρηματοδότηση της αμερικανικής κυβέρνησης, ήταν δηλαδή πολιτική απόφαση, όχι επιστημονική ή τεχνολογική. Η πρώτη σχάση του ατόμου που άνοιξε το δρόμο για όλες τις μεταγενέστερες επιστημονικές ανακαλύψεις και τεχνολογικές κατασκευές, έγινε όμως το 1938 από τους Hahn (Χαν) και Strassmann (Στράσμαν), με σημαντική προεργασία της Lise Meitner (Μάιτνερ) σχεδόν αδαπάνως πάνω σε ένα εργαστηριακό τραπέζι! Κοιτάζοντας ο επισκέπτης σήμερα αυτό το εργαστηριακό τραπέζι στο μουσείο, νομίζει ότι έχουν ξεχαστεί πάνω του άχρηστα καλώδια και μερικά όργανα...

Από το εργαστηριακό τραπέζι των Χαν και Στράσμαν μέχρι την ατομική βόμβα των Αμερικάνων παρενεβλήθησαν, βέβαια, πολλές δεκάδες χιλιάδες ερευνητές και δαπανήθηκαν σημαντικά κονδύλια. Αν δεν υπήρχε η πίεση λόγω του εξελισσόμενου β' παγκόσμιου πολέμου, η κατάληξη στη βόμβα πιθανόν να καθυστερούσε μία-δύο δεκαετίες, ήταν όμως αναπότρεπτη.

Πέρα απ' αυτά, σήμερα είναι γνωστό ότι κάθε ομάδα ατόμων με κατάρτιση στην Πυρηνική Φυσική μπορεί με πληροφορίες από περιοδικά και βιβλία και με υλικά που είναι ελεύθερα διαθέσιμα στο εμπόριο, να κατασκευάσει μία «απλή» ατομική βόμβα. Με μια τέτοια βόμβα δεν είναι δύσκολο να προκληθεί, για πολιτικούς ή εγκληματικούς σκοπούς, ο θάνατος και η ραδιενεργή μόλυνση μερικών εκατομμυρίων ανθρώπων.

Όσοι ισχυρίζονται λοιπόν πως ο μεθοδευμένος από το κράτος περιορισμός της τεχνολογικής εξέλιξης θα μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις, παραβλέπουν, αφενός ότι ο μεμονωμένος επιστήμονας ή μικρές ομάδες επιστημόνων δεν είναι δυνατόν να ελεγχθούν με κανένα προληπτικό ή κατασταλτικό τρόπο σε μια ελεύθερη κοινωνία, αφετέρου ότι, κι αυτό είναι το σημαντικότερο, η ίδια η τεχνολογία που προκαλεί διάφορες ανεπιθύμητες και επικίνδυνες παρεκβάσεις, είναι η μόνη που μπορεί να δημιουργήσει και το αντίδοτο σ' αυτές. Πώς θα ήταν δυνατή η όποια μεθοδευμένη, συνολική, διορθωτική παρέμβαση στη φύση και την κοινωνία, αν δεν είναι διαθέσιμα νεότερα επιστημονικά και τεχνολογικά μέσα, από την παραγωγή προϊόντων και ενέργειας μέχρι τη διάχυση πληροφοριών και τον έλεγχο των εξελίξεων στο γενετικό τομέα;

Και κάτι ακόμα επ' αυτού: σίγουρα, η έκρηξη στον πυρηνικό αντιδραστήρα του Τσερνομπίλ στη δεκαετία του 1990 οφείλεται σε πλημμελή έλεγχο της τεχνολογίας, αλλά η καταστροφή από τον τυφώνα στη Νέα Ορλεάνη, η οποία προκάλεσε περίπου ίδιο αριθμό θυμάτων με εκείνα στην Ουκρανία, όπως και τα χιλιάδες ανθρώπινα θύματα που ακολουθούν κάθε χρόνο τις πλημμύρες στο δέλτα του ποταμού Μπραμαπούτρα στο ασιατικό Μπάγκλα Ντες, αποτελούν συνηθισμένες καταστάσεις γι' αυτές τις γεωγραφικές περιοχές. Σε όλες αυτές και σε άλλες όμοιες περιπτώσεις όμως, οι συνέπειες των όποιων καταστροφών μόνο με τη χρήση της επιστήμης και της τεχνολογίας είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν - η εποχή που έστηναν παρακλητικές στήλες σε θεούς και αγίους κατά της πανούκλας, έχει περάσει ανεπιστρεπτί...

Όσοι, ακόμα, διαβλέπουν σε μια αδρανοποίηση ορισμένων επιστημονικών και τεχνολογικών κατευθύνσεων τη δυνατότητα για μεγαλύτερη ανάπτυξη των ανθρωπιστικών επιστημών (λόγω οικονομικού περισσεύματος!) μάλλον παραβλέπουν ότι, οι φιλοσοφικές, φιλολογικές, καλλιτεχνικές κ.ά. σπουδές και μελέτες θα παρακμάσουν μακροπρόθεσμα επίσης, σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό, αφού θα πάψουν να δέχονται συνεχώς ερεθίσματα και υποστήριξη από την τεχνολογία. Για παράδειγμα, η φιλοσοφία στα τέλη του 20ου, αρχές του 21ου αιώνα προϋποθέτει γνώση των πορισμάτων της Φυσικής, Χημείας και Βιολογίας και των μεθόδων τους, αλλιώς κάθε προβληματισμός για τη ζωή και τον κόσμο εκφυλίζεται σε συζήτηση περί όνου σκιάς...

Δεν επιτρέπεται, τέλος, να παραλείψουμε την αναφορά και στη νομιμοποίηση του φορέα που θα διακρίνει το χρήσιμο από το επικίνδυνο και, στην ανάγκη, θα αναπροσανατολίζει την παραγωγή γνώσης. Προφανέστατα, ο εκκλησιαστικός μηχανισμός του Μεσαίωνα θα αξιοποιούσε ο ίδιος με ιδιαίτερη προτίμηση κάθε εφεύρεση, με την οποία θα μεγιστοποιούσε τη δύναμη και τον πλούτο του, πράγμα που το έκανε σε πολλές περιπτώσεις. Άρα, δεν υπήρξε ποτέ και δεν μπορεί να γίνει ανιδιοτελής φορέας αυτής της νομιμοποιητικής λειτουργίας, δεδομένου ότι και σήμερα ακόμα αυτοκατηγορούνται χριστιανοί κληρικοί για ροπή προς «φιληδονία, φιλαργυρία και εξουσιομανία», χαρακτηριστικά που τους καθιστά, ως σώμα, τελείως ακατάλληλους για ηθική καθοδήγηση άλλων ανθρώπων.

Οι αναδεικνυόμενοι κατά καιρούς ηγέτες ισχυρών κρατών προσπαθούν μεν να περιορίσουν τη διάδοση καταστροφικών τεχνολογιών, πιθανώς προβληματικών μεθόδων της Γενετικής κ.ά., αλλά μόνο στο βαθμό που προκύπτουν ανταγωνιστές στα υπάρχοντα μονοπώλια. Η ιδέα για κάποιο όργανο παγκόσμιου ελέγχου βάσει ηθικών και δημοκρατικών κριτηρίων έχει αποτύχει, όπως φαίνεται από την ελεγχόμενη λειτουργία του ΟΗΕ (βέτο μεγάλων δυνάμεων) και περιθωριοποίησή του όταν δεν εξυπηρετεί (Γιουγκοσλαβία, Ιράκ).

Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι και στο μέλλον δεν μένει παρά να συνυπάρχουν δίπλα δίπλα, η ελπίδα και ο κίνδυνος που περικλείει το δυναμικό της επιστήμης και της τεχνολογίας να γίνει αίτιο δημιουργίας ή καταστροφής. Η τελική απόφαση εναπόκειται στον σκεπτόμενο άνθρωπο, του οποίου μοναδικό ασφαλές στήριγμα αποτελεί η ολοκληρωμένη παιδεία!

Άγνοια των δυνατοτήτων της τεχνολογίας

Ένα ακόμα φαινόμενο, το οποίο αποτελεί επίσης συνέπεια των προαναφερόμενων κεντρικών εκπαιδευτικών επιλογών που περιέγραψε ο Σνόου, χαρακτηρίζει ειδικότερα το νεοελληνικό μορφωτικό χώρο: Από πολλές συζητήσεις με νέους σπουδαστές τεχνικών κατευθύνσεων, αποφοίτους Γενικού Λυκείου, διαπιστώνεται ότι αυτοί, σε σημαντικό ποσοστό, αγνοούν τους λόγους που γίνονται αντικείμενο μελέτης τα τεχνικά και άλλα έργα των αρχαίων λαών.

Επίσης, δεν φαίνεται να έχουν μια αποδεκτή εικόνα για το επίπεδο και τις δυνατότητες της σύγχρονης Τεχνολογίας. Για παράδειγμα, σε ερώτηση κρίσης προς σπουδαστές, γιατί δεν κατασκευάζουμε σήμερα ένα κτήριο σαν τον Παρθενώνα και με υποβολή κατάλληλων συμπληρωματικών ερωτήσεων, εκμαιεύονται συνήθως απαντήσεις του είδους ότι σήμερα οι επιστήμονες διαθέτουν περιορισμένες γνώσεις Στατικής και Αντοχής Υλικών σε σχέση με αυτές που διέθεταν οι Αθηναίοι τον 5ο π.Χ. αιώνα, ότι οι σύγχρονοι τεχνίτες δεν είναι σε θέση να επεξεργαστούν το μάρμαρο, όπως οι αρχαίοι συνάδελφοί τους, ότι μια μηχανή επεξεργασίας μαρμάρου δεν είναι δυνατόν να κατασκευάσει κίονες οποιουδήποτε αρχαίου ρυθμού κ.ο.κ.

Τέτοιες αντιλήψεις, εξώφθαλμα εσφαλμένες, εκφράζονται από ένα σημαντικό μέρος των νέων κατά τις τελευταίες δεκαετίες και, κατά συνέπεια, θα εκφράζονται και τις επόμενες δεκαετίες από το μέσο όρο του γενικού πληθυσμού! Για τη δημιουργία τέτοιων εσφαλμένων αντιλήψεων πιστεύουμε ότι ευθύνονται: Αφενός η «πλύση εγκεφάλου», κυρίως από τους φιλολόγους στα σχολεία και τους αρχαιολόγους στους αρχαιολογικούς χώρους και στα μουσεία, με αγιογραφικές περιγραφές υπερβάλλοντος θαυμασμού, για τον (διαφορετικού είδους από το σημερινό) πολιτισμό της κλασικής ελληνικής εποχής. Αφετέρου, η αποσπασματική διδασκαλία στο σχολείο, αλλά συχνά και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των φυσικοχημικών και τεχνολογικών μαθημάτων και χωρίς σαφείς συσχετισμούς με τις σύγχρονες τεχνολογικές κατακτήσεις, οι οποίες φυσικά ήταν αδιανόητες την αρχαία εποχή.

Αλλά και κατά τη διδασκαλία τεχνικών θεμάτων του αρχαίου ή του σύγχρονου κόσμου στα σχολεία, επιλέγονται προς ανάπτυξη πρωτίστως αντικείμενα εντυπωσιασμού, «δαιδαλώδη ανάκτορα» της Κνωσού, «κυκλώπεια τείχη» των Μυκηνών κ.ά. και δευτερευόντως ή καθόλου το σύστημα ύδρευσης και αποχέτευσης των ανακτόρων που εξασφαλίζει την υγιεινή συμβίωση μεγάλου αριθμού ατόμων σε περιορισμένο χώρο, τα εγγειοβελτιωτικά έργα της Κωπαΐδας και της Τίρυνθας που δημιούργησαν εύφορα εδάφη προς καλλιέργεια και κατά συνέπεια οδήγησαν σε βελτίωση της διατροφής του πληθυσμού κ.ο.κ. (Κλαίρη Παλυβού: «Οικοδομική τεχνολογία των προϊστορικών χρόνων», στο περιοδικό «Αρχαιολογία», τεύχος 94, βλέπε βιβλιογραφία)

Ως προς τις ανακρίβειες και υπερβολές σε σχέση με τις τεχνικές δυνατότητες του αρχαίου κόσμου αναφέρουμε εδώ μερικά ενδεικτικά παραδείγματα που αλιεύθηκαν σε εύκολα προσβάσιμες πηγές:
  • Στο περιοδικό ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ που προαναφέρθηκε, περιέχεται σε άρθρο για την «Υφαντική τέχνη την εποχή του χαλκού», μεταξύ άλλων το εξής: «Οι κλωστές που παράγονταν τότε ήταν εξαιρετικά λεπτές, τόσο λεπτές που δεν μπορούν να αναπαραχθούν πια.» Με τη διατύπωση αυτή υπονοείται ότι δεν υπάρχουν σήμερα μηχανές και τεχνικές που θα μπορούσαν να παράγουν μια λεπτή κλωστή, όπως εκείνες της μυκηναϊκής εποχής, πράγμα που δηλώνει πλήρη άγνοια εκ μέρους της συγγραφέως του άρθρου για τις δυνατότητες της σύγχρονης υφαντουργικής τεχνολογίας, αλλά και της νανοτεχνολογίας (~10-9m) με ελαστικά νήματα άνθρακα, 20 φορές ανθεκτικότερα από αντίστοιχο χάλυβα, όπου γίνεται επεξεργασία της ύλης σε κλίμακα ατόμου και μορίου με στόχο τη δημιουργία νέων υλικών και λειτουργιών.
  • Σε πινακίδα του αρχαιολογικού χώρου της Κνωσού, στην οποία περιγράφεται η λεγόμενη «Νοτιοανατολική Οικία» του ανακτόρου, πιθανολογείται η ύπαρξη μινωικού χαλυβουργικού κλιβάνου!


    Ακόμα κι αν θεωρήσουμε ως απαρχή της παραγωγής του χάλυβα (=σίδηρος με πρόσμιξη άνθρακα) την εποχή περί το 1200 π.Χ., όταν αξιοποιήθηκαν από διάφορους πολιτισμούς υπολείμματα σιδηρούχων μετεωριτών που είχαν πέσει στη Γη ή την εποχή περί το 1000 π.Χ., όταν άρχισε να παράγεται συστηματικά ο σκληρός σίδηρος (χάλυβας, ατσάλι), σίγουρο είναι ότι η μινωική εποχή είναι προγενέστερη ακόμα και της χρήσης του σιδήρου στον ελληνικό χώρο. Πέρα απ' αυτά, παραγωγή χάλυβα με γνώση των συντελούμενων διεργασιών, άρχισε να πραγματοποιείται μόλις κατά το 19ο αιώνα.
Αυτά αφορούν τα εκπεμπόμενα μηνύματα από φιλολόγους και αρχαιολόγους, τα οποία εκλαϊκεύονται και διαχέονται με δημοσιογραφικές περιγραφές και καταλήγουν σε διατυπώσεις τής μορφής: «Η θυροτηλεόραση οφείλει την ύπαρξή της σε τεχνολογικό επίτευγμα των αρχαίων Ελλήνων» (Ελευθεροτυπία, Τα αρχαία μηχανήματα, ένθετο στις 17-7-2005). Και στην πραγματικότητα δεν εννοεί οτιδήποτε σχετίζεται με τηλεόραση, αλλά αναφέρεται στην τηλεπισκόπηση χώρου, π.χ. της εισόδου σπιτιού, η οποία τηλεπισκόπηση γινόταν στην Αρχαιότητα με έναν απλό καθρέφτη, όπως αυτός που υπάρχει σήμερα στα αυτοκίνητα.

Θα ήταν βέβαια δυνατόν οι δέκτες αυτών των μηνυμάτων να αναγνωρίζουν και να απορρίπτουν τέτοια φαινόμενα άγνοιας ή βαριάς αμέλειας. Όμως, οι σπουδαστές που μόλις έχουν αποφοιτήσει από τα Λύκεια και πρόκειται να παρακολουθήσουν μαθήματα τεχνολογικού προσανατολισμού, αφενός είχαν εκεί διδάσκοντες που δείχνουν σε σημαντικό ποσοστό τεχνο-φοβία και/ή τεχνο-νωθρότητα, όπως αναφέρθηκε στα προηγούμενα (Ελένη Κoνιδάρη: «Εκπαιδευτικοί και νέες τεχνολογίες», βλέπε βιβλιογραφία), αφετέρου δεν έχουν βρεθεί ποτέ προηγουμένως σε χώρους παραγωγής, αντίθετα με ό,τι συμβαίνει σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, ώστε να είναι σε θέση να αξιολογήσουν τα προσλαμβανόμενα μηνύματα και να εκτιμήσουν την πραγματική μορφή και τον τρόπο χρήσης των πραγμάτων που θα συναντήσουν στις σπουδές και σε διάφορους χώρους τεχνολογικών εκθεμάτων και περιγραφών.

Συναφές με τον προβληματισμό που διατυπώνεται εδώ είναι ένα περιστατικό, το οποίο περιγράφει σε επιστολή του ο διάσημος Φυσικός, Richard Feynman (Φέυνμαν, 1918-1988). Είχε επισκεφτεί την Αθήνα και ξεναγήθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Γράφει στην επιστολή του:

«Περπάτησα (στο μουσείο) και είδα τόσα πολλά που τα πόδια μου άρχισαν να πονάνε... Τέλος, είχα βαρεθεί, επειδή έβλεπα συνεχώς όμοια πράγματα. Υπήρχε όμως κάτι διαφορετικό από τα άλλα έργα, κάτι πολύ παράξενο, σχεδόν απίστευτο. Το είχαν ανασύρει απ' τη θάλασσα το έτος 1900, ήταν κάποιο είδος μηχανής με μεγάλους οδοντωτούς τροχούς. Έμοιαζε πολύ με το εσωτερικό ενός ρολογιού με ελατήριο. Υπήρχαν πολλοί τροχοί, προσαρμοσμένοι μεταξύ τους, με πολύ κανονικά "δόντια", καθώς και βαθμολογημένοι κύκλοι με χαραγμένες επάνω τους ελληνικές επιγραφές ... (σημείωση: εννοεί το «Μηχανισμό των Αντικυθήρων»).



»Ρώτησα την αρχαιολόγο για τη μηχανή που είχα δει στο μουσείο - αν είχαν βρεθεί άλλες τέτοιες μηχανές ή απλούστερες που οδήγησαν στην κατασκευή της - αλλά ούτε που καταλάβαινε για ποιο πράγμα τη ρωτούσα ... Μου ζήτησε να της εξηγήσω το ενδιαφέρον μου και τον εντυπωσιασμό μου για τη μηχανή ... Πόση άγνοια έχουν οι άνθρωποι που έκαναν κλασικές σπουδές. Κι ύστερα αναρωτιέμαι, γιατί δεν εκτιμούν την εποχή τους, δεν ανήκουν σ' αυτήν, δεν την καταλαβαίνουν ... Κάποια κυρία από το προσωπικό του μουσείου παρατήρησε, όταν της είπαν ότι ο Αμερικανός καθηγητής ήθελε να μάθει περισσότερα για το έκθεμα 15087: "Απ' όλα αυτά τα ωραία πράγματα του μουσείου, γιατί στάθηκε ειδικά σεεκείνο το έκθεμα; Γιατί είναι τόσο σημαντικό;" ...
» (R.Feynman: «Τι σε νοιάζει εσένα τι σκέφτονται οι άλλοι;», Τροχαλία, Αθήνα.)

Πρόκειται για μια διεισδυτική περιγραφή της αφέλειας και άγνοιας πολλών από τους Φιλολόγους/Ιστορικούς για την τεχνολογία, μπροστά σε ένα αρχαιολογικό εύρημα, του οποίου η ύπαρξη δείχνει ότι η επινόηση του μηχανικού ρολογιού και των λεπτομηχανικών κατασκευών γενικότερα που προέκυψε κατά τον ύστερο Μεσαίωνα, θα μπορούσε να είχε συμβεί σχεδόν μιάμιση χιλιετία προηγουμένως - με ό,τι αυτό θα συνεπαγόταν για τις τεχνολογικές, επιστημονικές και κοινωνικές εξελίξεις.

Θα ήταν δυνατόν να θεωρήσει κάποιος, με αρκετή φαντασία, αυτή την περιορισμένη κατανόηση των αποφοίτων Λυκείου και των επαγγελματιών του κλασικού κύκλου σπουδών για τη σημασία και τις δυνατότητες της σημερινής Τεχνολογίας ως παρενέργεια μιας σχεδιασμένης επιλογής του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος το οποίο, όπως υποστηρίζεται, κυρίως από Ιστορικούς και Φιλολόγους, στηρίζεται ακόμα και σήμερα στο σχήμα του Μεσαίωνα, στη Δύση η πράξη, στην Ανατολή η θεωρία· μια αντίληψη που καλλιεργείτο τη βυζαντινή εποχή από τους διανοούμενους, διαχειριστές της κληρονομιάς του αρχαιοελληνικού πολιτισμού και εξυπηρετούσε τη δικαιολόγηση του φαινομένου της σταδιακής πολιτισμικής και μορφωτικής υποχώρησης στην Ανατολή. Σήμερα γνωρίζουμε όμως ότι, ούτε και σε θεωρητικούς τομείς αναδεικνύονται κατά μέσο όρο οι σημερινοί Έλληνες, δεδομένου ότι:
  • σε όλες τις αξιολογήσεις της Ε.Ε. και του ΟΟΣΑ καταλήγουν οι αξιολογούμενοι μαθητές σε μια από τις τελευταίες θέσεις κατατάξεως (βλέπε πορίσματα της δραστηριότητας PISA),
  • οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, ανάμεσά τους φιλόλογοι, θεολόγοι, φυσικοί, μαθηματικοί κ.ά., αποτυγχάνουν παταγωδώς στις εξετάσεις του ΑΣΕΠ (το έτος 2005 περί το 90% κάτω από τη βάση).
Μπορούμε να συμπεράνουμε λοιπόν ότι, οι εκφράσεις τεχνοφοβίας και άγνοιας των σύγχρονων τεχνολογικών δυνατοτήτων προκύπτουν, πρωτίστως βέβαια από τη μειωμένη αποτελεσματικότητα του εκπαιδευτικού μας συστήματος, αλλά στη συνέχεια και από τη διάχυση και ανακύκλωση αντιλήψεων μιας παιδείας διπλής κουλτούρας, όπου η ανθρωπιστική αντιμετωπίζεται προνομιακά ως ευγενής και η τεχνολογική ως συμπληρωματική, υποδεέστερη και ως προκαλούσα κοινωνικά προβλήματα. Αυτή η υποβαθμιστική αντίληψη οδηγεί επιπλέον και σε μία καθημερινά βιούμενη σχιζοφρένεια, να εξαρτώνται πολλοί στο έπακρο από τα τεχνολογικά προϊόντα και ταυτόχρονα οι ίδιοι να περιφρονούν ή να αγνοούν την Τεχνολογία.