Αν και διαπιστώνονται ήδη από το 3000 π.κ.χ. (εποχή χαλκού, π.κ.χ.= προ κοινής χρονολόγησης) αρχικές μεταλλουργικές δραστηριότητες στις Κυκλάδες, δεν οδήγησαν αυτές στη δημιουργία υψηλού πολιτισμού, αντίστοιχου με εκείνους της Μεσοποταμίας και της Αιγύπτου. Αυτό πιθανόν να οφείλεται στο γεγονός ότι οι θαλάσσιες μεταφορές δεν ήταν ακόμα γι' αυτό το λαό εύκολες ή δυνατές κι έτσι δεν υπήρχε ευκαιρία για ανάπτυξη του εμπορίου και μέσω αυτού, της συλλογής νέων γνώσεων για τις τεχνικές εξελίξεις, την οργάνωση της πόλης κ.ά. Οι πρώτοι πολιτισμοί που αναπτύσσονται στο σημερινό ελλαδικό χώρο είναι αυτοί της Κρήτης και των Μυκηνών. Και οι δύο έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: δεν σχετίζονται με κάποιο μεγάλο ποτάμι, όπως στις προηγούμενες περιπτώσεις, αλλά έχουν τη βάση τους σε εδάφη που σήμερα θα ονομάζαμε ξερικά. Αιτία αυτής της διαφοροποίησης είναι ότι ο ποταμός ως μέσο κυκλοφορίας και επικοινωνίας έχει αντικατασταθεί από τη θάλασσα του Αιγαίου.
Τόσο στα ομηρικά έπη, όσο και στους Ηρόδοτο και Θουκυδίδη αναφέρεται ότι διάφορες φυλές (πιθανόν Κάρες και Λέλεγες) είχαν αναπτύξει στην ανατολική Μεσόγειο ισχυρό πειρατικό στόλο, με αποτέλεσμα να έχει εξαπλωθεί η εξουσία τους στα νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη. Η δραστηριότητα αυτών των «κακούργων» (Θουκυδίδης) ανεστάλη με την ανάπτυξη της μινωικής ναυτικής δύναμης. Αυτές οι πληροφορίες μαρτυρούν ότι πρέπει να είχαν αναπτυχθεί εκείνους τους αιώνες ευέλικτα πλοία, με τα οποία οι πειρατές εκτελούσαν τις καταδρομικές αποστολές τους.
Στην Κρήτη και στις Μυκήνες, αλλά και στην Αίγυπτο χρησιμοποιούνταν τα χάλκινα ή ορειχάλκινα τάλαντα ως μονάδα βάρους και πληρωμής. Πρόκειται για ένα κομμάτι μετάλλου με βάρος περί τα 25 κιλά που έχει το σχήμα προβιάς βοδιού, από την οποία έχουν αποκοπεί το κεφάλι και η ουρά. Είναι προφανές ότι οι προβιές ζώων αποτελούσαν προγενέστερες μονάδες πληρωμής και διατηρήθηκε αυτή η μορφή για να παραμένει ο συνειρμός με το μέσο πληρωμής.
Κνωσός
Περί το 2600 π.κ.χ. έρχονται στην Κρήτη σε διαδοχικά κύματα φυλές από τη Μικρά Ασία και τις περιοχές που σήμερα βρίσκονται η Συρία και ο Λίβανος. Πιθανόν να είναι Φοίνικες, ίσως όμως και άλλοι λαοί που απωθήθηκαν από τους Σουμέριους ή από τους διαδόχους τους στη Μεσοποταμία. Στην Κρήτη αναπτύχθηκε από αυτούς τους λαούς ο πρώτος υψηλός πολιτισμός στον ελλαδικό χώρο, ο οποίος πολιτισμός ονομάζεται σήμερα μινωικός. Αυτός ο πολιτισμός ανέπτυξε αυτοτελή συστήματα γραφής, αρχικά και από περίπου το 2000 ως το17ο αιώνα π.κ.χ., τη λεγόμενηιερογλυφική ή εικονογραφική γραφή (διαφορετική από εκείνη της Αιγύπτου) και στη συνέχεια τη γραμμική Α, τη γραμμική Β και την κυπρομινωική Ο προσδιορισμός «μινωικός» προέρχεται από το μυθικό βασιλιά Μίνωα. Δεν έχει διευκρινιστεί, αν υπήρξε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο με αυτό το όνομα ή αν Μίνωας ονομαζόταν, έστω από μια εποχή και ύστερα, κάθε βασιλιάς που ανέβαινε στο θρόνο της Κρήτης, όπως συνέβαινε με το όνομα Φαραώ στην Αίγυπτο. Αυτή η δεύτερη εκδοχή θεωρείται από τους Ιστορικούς και η πιθανότερη.
Η μινωική εποχή χωρίζεται σε τρεις περιόδους, την πρωτομινωική, τη μεσομινωική και την υστερομινωική. Η γραμμική γραφή Α χρησιμοποιήθηκε περίπου από το 1700 π.κ.χ. και για τρεις αιώνες. τα σύμβολά της είναι συνδυασμοί γραμμών και δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί μέχρι σήμερα. Η γραμμική γραφή Β είναι συλλαβογραφική και με αυτή αποδόθηκε η ελληνική γλώσσα εκείνης της εποχής, περίπου από το 1400 μέχρι το 1200 π.κ.χ. Σ' αυτή τη γραφή, η οποία αποκρυπτογραφήθηκε στη δεκαετία του 1950, δηλώνει κάθε γράμμα μία ή περισσότερες συλλαβές, γεγονός που προκαλεί δυσκολίες στην ανάγνωση κειμένων. Η κυπρομινωική γραφή χρησιμοποιήθηκε περίπου στο χρονικό διάστημα 1500-1100 π.κ.χ. και δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί μέχρι σήμερα.
Τόσο στα ομηρικά έπη, όσο και στους Ηρόδοτο και Θουκυδίδη αναφέρεται ότι διάφορες φυλές (πιθανόν Κάρες και Λέλεγες) είχαν αναπτύξει στην ανατολική Μεσόγειο ισχυρό πειρατικό στόλο, με αποτέλεσμα να έχει εξαπλωθεί η εξουσία τους στα νησιά του Αιγαίου και στην Κρήτη. Η δραστηριότητα αυτών των «κακούργων» (Θουκυδίδης) ανεστάλη με την ανάπτυξη της μινωικής ναυτικής δύναμης. Αυτές οι πληροφορίες μαρτυρούν ότι πρέπει να είχαν αναπτυχθεί εκείνους τους αιώνες ευέλικτα πλοία, με τα οποία οι πειρατές εκτελούσαν τις καταδρομικές αποστολές τους.
Στην Κρήτη και στις Μυκήνες, αλλά και στην Αίγυπτο χρησιμοποιούνταν τα χάλκινα ή ορειχάλκινα τάλαντα ως μονάδα βάρους και πληρωμής. Πρόκειται για ένα κομμάτι μετάλλου με βάρος περί τα 25 κιλά που έχει το σχήμα προβιάς βοδιού, από την οποία έχουν αποκοπεί το κεφάλι και η ουρά. Είναι προφανές ότι οι προβιές ζώων αποτελούσαν προγενέστερες μονάδες πληρωμής και διατηρήθηκε αυτή η μορφή για να παραμένει ο συνειρμός με το μέσο πληρωμής.
Κνωσός
Περί το 2600 π.κ.χ. έρχονται στην Κρήτη σε διαδοχικά κύματα φυλές από τη Μικρά Ασία και τις περιοχές που σήμερα βρίσκονται η Συρία και ο Λίβανος. Πιθανόν να είναι Φοίνικες, ίσως όμως και άλλοι λαοί που απωθήθηκαν από τους Σουμέριους ή από τους διαδόχους τους στη Μεσοποταμία. Στην Κρήτη αναπτύχθηκε από αυτούς τους λαούς ο πρώτος υψηλός πολιτισμός στον ελλαδικό χώρο, ο οποίος πολιτισμός ονομάζεται σήμερα μινωικός. Αυτός ο πολιτισμός ανέπτυξε αυτοτελή συστήματα γραφής, αρχικά και από περίπου το 2000 ως το17ο αιώνα π.κ.χ., τη λεγόμενηιερογλυφική ή εικονογραφική γραφή (διαφορετική από εκείνη της Αιγύπτου) και στη συνέχεια τη γραμμική Α, τη γραμμική Β και την κυπρομινωική Ο προσδιορισμός «μινωικός» προέρχεται από το μυθικό βασιλιά Μίνωα. Δεν έχει διευκρινιστεί, αν υπήρξε ένα συγκεκριμένο πρόσωπο με αυτό το όνομα ή αν Μίνωας ονομαζόταν, έστω από μια εποχή και ύστερα, κάθε βασιλιάς που ανέβαινε στο θρόνο της Κρήτης, όπως συνέβαινε με το όνομα Φαραώ στην Αίγυπτο. Αυτή η δεύτερη εκδοχή θεωρείται από τους Ιστορικούς και η πιθανότερη.
Η μινωική εποχή χωρίζεται σε τρεις περιόδους, την πρωτομινωική, τη μεσομινωική και την υστερομινωική. Η γραμμική γραφή Α χρησιμοποιήθηκε περίπου από το 1700 π.κ.χ. και για τρεις αιώνες. τα σύμβολά της είναι συνδυασμοί γραμμών και δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί μέχρι σήμερα. Η γραμμική γραφή Β είναι συλλαβογραφική και με αυτή αποδόθηκε η ελληνική γλώσσα εκείνης της εποχής, περίπου από το 1400 μέχρι το 1200 π.κ.χ. Σ' αυτή τη γραφή, η οποία αποκρυπτογραφήθηκε στη δεκαετία του 1950, δηλώνει κάθε γράμμα μία ή περισσότερες συλλαβές, γεγονός που προκαλεί δυσκολίες στην ανάγνωση κειμένων. Η κυπρομινωική γραφή χρησιμοποιήθηκε περίπου στο χρονικό διάστημα 1500-1100 π.κ.χ. και δεν έχει αποκρυπτογραφηθεί μέχρι σήμερα.
Λίγο μετά το 2000 π.κ.χ. κατασκευάστηκαν τα μεγάλα ανάκτορα στην Κνωσό και στη Φαιστό, οι οποίες σταδιακά ανέλαβαν τον έλεγχο μεγάλων περιοχών της Κρήτης. Βρισκόμαστε ήδη στη μεσομινωική περίοδο, της οποίας η χρυσή εποχή τοποθετείται περίπου σε 2 αιώνες, 1700-1500 π.κ.χ. Το πολιτικό σύστημα που επικρατεί είναι η συγκεντρωτική βασιλική εξουσία με ισχυρές θεοκρατικές προσμίξεις, όπως και στην Αίγυπτο. Ο βασιλιάς αντλεί την εξουσία του από το θεό και γι' αυτό δεν δίνει λογαριασμό στους θνητούς, οι οποίοι όμως υφίστανται την πολιτική του. Αυτή η πρωταρχική αντίληψη περί θεόσταλτης εξουσίας υιοθετήθηκε από όλα σχεδόν τα μεταγενέστερα πολιτικά συστήματα, με ελάχιστες εξαιρέσεις και ξεπεράστηκε οριστικά με το Διαφωτισμό και τη γαλλική επανάσταση, περί τα 3.000 χρόνια αργότερα.
Κατά την πρωτομινωική εποχή ιδρύονται οικισμοί στα ανατολικά του νησιού και στη συνέχεια στην κεντρική Κρήτη. Ο λαός που εγκαταστάθηκε και αναπτύχθηκε εδώ είχε γνώσεις της ναυτικής τέχνης, οργάνωσε ασφαλή λιμάνια και αξιοποίησε το θαλάσσιο πλούτο. Πιθανόν λόγω αυτού του προσανατολισμού προς τις θαλάσσιες δραστηριότητες, δεν ενδιαφέρθηκαν οι Κρητικοί αυτής της εποχής να οργανώσουν ένα κεντρικό κράτος, γι' αυτό διατηρήθηκαν σε λειτουργία και αναπτύχθηκαν παράλληλα πολλά αστικά κέντρα. Στον αγροτικό τομέα είναι βέβαιο ότι οι Κρήτες καλλιέργησαν δημητριακά, αλλά επίσης ελαιόδεντρα και αμπέλια, τα οποία ευδοκιμούν και σε λιγότερο εύφορα εδάφη. Το αναπτυγμένο μινωικό κράτος στηρίζεται στην κυριαρχία των θαλασσών και μέσω αυτής στο εμπόριο με τους λαούς της ανατολικής Μεσογείου. Η ναυτική δραστηριότητα συνδέεται με τη δημιουργία «αποικιών», κυρίως στην περιοχή του Αιγαίου και ειδικότερα στις Κυκλάδες. Πολύ σημαντικά είναι επίσης τα επιτεύγματα του μινωικού πολιτισμού στα δομικά έργα. Κατά μήκος του νησιού κατασκευάστηκε δρόμος με σταθερό υπόστρωμα, κάτι που επιβεβαιώνει την αυξημένη εσωτερική επικοινωνία. Τα ανάκτορα που κτίζονται σε διάφορα αστικά κέντρα του νησιού, είναι πολυώροφα, καλλιτεχνικά διακοσμημένα και δαιδαλώδη. Μεγαλύτερο και σημαντικότερο από αυτά είναι το ανάκτορο της Κνωσού, με τέσσερις ορόφους σε έκταση περί τα 22.000 τετραγωνικά μέτρα. Η δαιδαλώδης κατασκευή του είναι πιθανόν να δημιούργησε στους μεταγενέστερους Έλληνες το μύθο του λαβύρινθου. Στα ανάκτορα της Κνωσού υπάρχει σύστημα παροχής νερού και αποχέτευσης και μεγάλος αριθμός πιθαριών για αποθήκευση τροφών κ.ά. Κύριο χαρακτηριστικό όλων των ανακτόρων αυτής της εποχής στην Κρήτη είναι ότι δεν έχουν κτιστεί σταδιακά, με προσθήκες κατά εποχές, αλλά με ενιαία κατασκευή βάσει προμελετημένων αρχικών σχεδίων. Λεπτομέρειες για κατασκευαστικά θέματα και αρχιτεκτονικές επιλογές αυτών των ανακτόρων διαπιστώνει κάθε επισκέπτης στα αναστυλωμένα ανακτορικά ερείπια () και στα διάφορα μουσεία (Ηράκλειο (), Αθήνα). Εκτιμάται ότι κατά τη χρυσή εποχή του Μινωικού κράτους, η Κνωσός είχε περί τους 80-100 χιλιάδες κατοίκους. Αν και ο μινωικός πολιτισμός βρισκόταν σε συνεχή ανταλλαγή προϊόντων και ιδεών με την Αίγυπτο, διαπιστώνουμε ότι οι παραστάσεις σε τοίχους και πιθάρια ξεφεύγουν από το αυστηρό και άκαμπτο των αιγυπτιακών και έχουν χάρη και κίνηση. 'Ανθρωποι και ζώα παριστάνονται με φυσικό τρόπο, νεαροί που πηδάνε πάνω από τον ταύρο, σκυλιά που κυνηγάνε κάπρους κ.ο.κ. Στην υστερομινωική εποχή κυριαρχεί ο ισχυρός κρητικός στόλος σε όλες τις ακτές της ανεπτυγμένης Μεσογείου, από τη Μικρά Ασία, μέχρι τη Σικελία και την Ισπανία. Ξαφνικά φαίνεται όμως να επέρχεται στην Κρήτη η καταστροφή. Κατά τις σύγχρονες ανασκαφές ανακαλύπτουν οι αρχαιολόγοι σε πολλά σημεία του νησιού αλλεπάλληλα ίχνη καταστροφών, καταρρεύσεις και πυρκαγιές, με ασαφείς ενδείξεις διαφορετικών χρονολογιών. Είναι άγνωστο ποια γεγονότα προκάλεσαν την καταστροφή των ανακτόρων της Κνωσού. Ίσως να οφείλεται σε επιδρομές Αχαιών από την Πελοπόννησο που είχαν εντωμεταξύ εμφανιστεί στο προσκήνιο της Ιστορίας, ίσως όμως αλλεπάλληλοι σεισμοί και συνεπακόλουθες πυρκαγιές να ήταν οι κυριότερες αιτίες. Μία άλλη εκδοχή είναι ότι η έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας (Σαντορίνης), ίχνη από την τέφρα του οποίου έχουν εντοπιστεί τη σύγχρονη εποχή ακόμα και στους πάγους του βόρειου πόλου, προκάλεσε, μαζί με ένα ισχυρό παλιρροϊκό κύμα (τσουνάμι), μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές, πιθανόν και την οριστική εξαφάνιση του μινωικού πολιτισμού. Νεότερες γεωλογικές αναλύσεις αλλά και οι μελέτες στα δένδρα της Βρετανίας (χρονολόγηση με εξέταση ετήσιων δακτυλίων των κορμών), δείχνουν όμως ότι η έκρηξη του ηφαιστείου πρέπει να συνέβη πριν από την κατάρρευση του μινωικού πολιτισμού. Πέρα από αυτά, από πινακίδες με κείμενα στη γραφή γραμμική Β που έχουν βρεθεί στην Κρήτη συμπεραίνεται ότι στα ανάκτορα της Κνωσού κυβερνούσαν στα χρόνια 1400-1200 π.κ.χ., δηλαδή μετά τη μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου, άνθρωποι που είχαν έρθει από την ηπειρωτική Ελλάδα, πιθανότατα Αχαιοί. Περίπου από το 1100 π.κ.χ. και μετά φτάνουν στο νησί Δωριείς. Γι' αυτό παραμένει ακόμα ένα αίνιγμα, αν οι νεότεροι κυβερνήτες κυριάρχησαν σε μια χώρα που τη βρήκαν ερειπωμένη ή την ερείπωσαν πρώτα με πολεμικές ενέργειες και μετά την εξουσίασαν. Συμπερασματικά μπορούμε να αναφέρουμε ότι ο μινωικός πολιτισμός δεν παρουσίασε αξιοσημείωτες τεχνικές καινοτομίες, αλλά κινήθηκε στα ίχνη των «μεγάλων δυνάμεων», Μεσοποταμίας και Αιγύπτου, με τις οποίες βρισκόταν διαρκώς σε επαφή, εισάγοντας παράλληλα αξιόλογες βελτιώσεις στον οικοδομικό τομέα. |
Ακρωτήρι Τα νησιά του Αιγαίου επηρεάστηκαν σε μεγάλο βαθμό από το μινωικό πολιτισμό, πράγμα που διαπιστώνεται ιδιαίτερα στη Θήρα. Εκεί ανακαλύφθηκε στην περιοχή του Ακρωτηρίου ένας οικισμός, ο οποίος καταστράφηκε μάλλον από τη μεγάλη έκρηξη του ηφαιστείου. Στον οικισμό αυτόν με τα πολυώροφα κτήριά του, δεν έχουν βρεθεί ίχνη νεκρών, ανθρώπων ή ζώων, πράγμα που σημαίνει ότι οι κάτοικοι τον εγκατέλειψαν έγκαιρα και συστηματικά, ερμηνεύοντας σωστά τα προμηνύματα της έκρηξης του ηφαιστείου. Οι πρώτες εγκαταστάσεις στο Ακρωτήρι χρονολογούνται από τους τελευταίους αιώνες της νεολιθικής εποχής (τουλάχιστον από την 4η χιλιετία π.κ.χ.) Κατά την πρώιμη εποχή του χαλκού (3η χιλιετία π.κ.χ.) υπήρχε ήδη ο οικισμός στο Ακρωτήρι. Κατά τη μέση και την πρώιμη ύστερη εποχή του χαλκού (20ος-17ος αιώνας π.κ.χ.) ο οικισμός αυτός επεκτάθηκε και αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα αστικά κέντρα και λιμάνια του Αιγαίου. Η μεγάλη έκταση του οικισμού (περίπου 200 στρέμματα), η άριστη πολεοδομική του οργάνωση, το αποχετευτικό δίκτυο, τα περίτεχνα πολυόροφα κτήριά του με τον έξοχο τοιχογραφικό διάκοσμο, τα διακοσμημένα με γεωμετρικά σχήματα δοχεία και πιθάρια, την πλούσια επίπλωση και οικοσκευή μαρτυρούν για τη μεγάλη του ανάπτυξη. Τα ποικίλα εισηγμένα προϊόντα που βρέθηκαν μέσα στα κτήρια, δείχνουν πόσο ευρύ ήταν το πλέγμα των εξωτερικών σχέσεων του Ακρωτηρίου. Φαίνεται να διατηρούνταν στενές σχέσεις με τη μινωική Κρήτη, αλλά υπήρχε επικοινωνία και με την Ηπειρωτική Ελλάδα, τη Δωδεκάνησο, την Κύπρο, τη Συρία και την Αίγυπτο. Στα ευρήματα που έχουν εντοπισθεί μέχρι τώρα στον οικισμό του Ακρωτηρίου, περιλαμβάνονται μεγάλα πέτρινα σφυριά βάρους μέχρι 15 κιλά, βαριά αμόνια, σκουριές και άλλα κατάλοιπα από την τήξη μετάλλων, μια τσιμπίδα μεγάλων διαστάσεων, ένα φυσερό για την ενίσχυση της φωτιάς, μήτρες για την κατασκευή βαριδιών για τα δίχτυα και ένα πρωτότυπο καμινέτο, μάλλον για την επεξεργασία λεπτών μεταλλικών αντικειμένων. Οι τοιχογραφίες του οικισμού στο Ακρωτήρι έχουν διατηρηθεί ικανοποιητικά και παριστάνουν φυτά, ζώα, παιδιά που παίζουν και γυναίκες σε εντυπωσιακές στάσεις και με έντονα χρώματα. Μία επίσης εντυπωσιακή τοιχογραφία μήκους 7 μέτρων δείχνει παραλιακή τοποθεσία με πολλούς οικισμούς και πλοία στην ανοικτή θάλασσα. Η μελέτη αυτών των παραστάσεων δίνουν στο σημερινό ερευνητή σημαντικές πληροφορίες για τον πολιτισμό της μινωικής εποχής και τις ασχολίες των κατοίκων. Μετά την καταστροφή του οικισμού στο Ακρωτήρι από την έκρηξη του ηφαιστείου, η Θήρα κατοικήθηκε πάλι περί το 700 π.κ.χ. (αρχαία Θήρα) στην κορυφή βραχώδους συμπλέγματος. Πιθανότατα οι κάτοικοι αυτοί που είχαν σπαρτιάτικη προέλευση, αγνοούσαν ότι πριν από σχεδόν 1000 χρόνια είχε αναπτυχθεί ένας σημαντικός πολιτισμός στο ίδιο νησί, λίγα χιλιόμετρα μακρύτερα. |
Μυκήνες Περίπου από το 1500 π.κ.χ. αναλαμβάνει η πόλη των Μυκηνών () ηγεμονικό ρόλο στις εξελίξεις. Ξεκινώντας από ένα βραχώδη σχηματισμό της Πελοποννήσου, μεταξύ Κορίνθου και Ναυπλίου, εξελίχθηκαν οι Μυκήνες σε εξουσιαστή της ανατολικής Μεσογείου. Ήταν περισσότερο οχυρό παρά πόλη, τοποθετημένη στο βορειοανατολικό τμήμα του Αργολικού κάμπου όπου έλεγχε το δρόμο από την υπόλοιπη Πελοπόννησο προς την Κόρινθο. Αν και η κοινωνία τους ήταν απομονωμένη από επιρροές και επιθέσεις ξένων λαών, είναι ευδιάκριτες οι αρχικές επιδράσεις από την Αίγυπτο και την Κρήτη. Με την πάροδο του χρόνου διευρύνθηκε ο κύκλος των λαών που συναλλάσσονταν εμπορικά με τους Μυκηναίους εμπόρους. Γύρω από την πόλη κτίστηκε ογκώδες τείχος με σήραγγα και χώρους αποθεμάτων. Ο ιστορικός και περιηγητικής Παυσανίας (110-180 μ.Χ.) πού γνώρισε τις Μυκήνες εγκαταλειμμένες, αναφέρει ότι τα τείχη της πόλης ήταν έργο των Κυκλώπων. Οι Μυκηναίοι κατασκεύασαν επίσης δρόμους και γέφυρες, μερικές από τις οποίες διατηρούνται μέχρι σήμερα. Χαρακτηριστικό δομικό στοιχείο των Μυκηνών ήταν το τριγωνικό τόξο, όπως έχει διασωθεί στην πύλη των λεόντων, το οποίο όμως ήταν σε χρήση και στη Μεσοποταμία. Κατά τη μυκηναϊκή εποχή οι τροχοί των αρμάτων έχουν ήδη ακτίνες. | |||
Τα έργα αυτά στην περιοχή της Κωπαΐδας περιελάμβαναν:
Ο μυκηναϊκός πολιτισμός καταστράφηκε αιφνίδια περί το 1200 π.κ.χ. από αίτιο που επηρέασε σχεδόν όλο τον ανατολικό μεσογειακό χώρο. Παλαιότερα θεωρείτο ως αίτιο αυτής της καταστροφής η προέλαση των Δωριέων, αργότερα υιοθετήθηκε η άποψη ότι οι λαοί της θάλασσας που νίκησαν κατά κράτος σε ναυμαχία στις εκβολές του Νείλου τον Ραμσή ΙΙΙ (1193-1162 π.κ.χ.), επεξέτειναν την καταστροφική δραστηριότητά τους και στην ηπειρωτική Ελλάδα. Την ίδια περίπου εποχή καταρρέει η αυτοκρατορία των Χεταίων, γεγονός που φαίνεται ότι προκάλεσε κενό εξουσίας και εκτεταμένες ανακατατάξεις με μετακινήσεις και πολεμικές επιχειρήσεις σε όλη την ανατολική Μεσόγειο. Και για τις δύο εκδοχές λείπουν βέβαια ευρήματα, όπως επίσης δεν υπάρχουν πληροφορίες, ποιοι ήταν οι αναφερόμενοι σε πολλούς θρύλους ως λαοί της θάλασσας. Η εκτίμηση για κατάρρευση της μυκηναϊκής καθεστηκυίας τάξης και καταστροφής του πολιτισμού λόγω της εμφάνισης των Δωριέων στηρίζεται στο γεγονός ότι οι Μυκηναίοι χρησιμοποιούσαν όπλα από ορείχαλκο, ενώ οι Δωριείς ήδη σιδερένια. Σημειώνουμε ακόμα, με αυτή την ευκαιρία, ότι οι Δωριείς δεν φαίνεται να έφτασαν στον ελλαδικό χώρο προερχόμενοι κάπου από το «βορρά», όπως είχε υποτεθεί παλαιότερα, αλλά μάλλον κατέβηκαν από τα βουνά του ελλαδικού χώρου. Εκεί ήταν ο τόπος διαβίωσής τους αλλά πιθανόν αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν λόγω περιβαλλοντικών μεταβολών. Η εκδοχή της προέλευσης από κάποιες βόρειες χώρες δεν τεκμηριώνεται από ευρήματα που έπρεπε να υπάρχουν στη σταδιακή οικογενειακή κάθοδό τους στις θερμότερες νότιες περιοχές της Βαλκανικής. Μία τρίτη εκδοχή για την καταστροφή του μυκηναϊκού πολιτισμού είναι αυτή της «λαϊκής επανάστασης» κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων ενάντια στην εκμετάλλευση και καταπίεση της άρχουσας τάξης. Αν ευσταθεί αυτή η εκδοχή, πρέπει η επανάσταση και ο συνεπακόλουθος εμφύλιος πόλεμος να οδήγησε σε μια ολοκληρωτική ισοπέδωση του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού συστήματος, γιατί δεν αναδείχθηκε στον ελλαδικό χώρο κάποιο νέο κέντρο εξουσίας και πολιτισμού. Οι ελληνικές κοινωνίες περιέπεσαν πάλι σε φτώχια και παρακμή σε σχέση με τις συνθήκες ζωής άλλων λαών της ανατολικής Μεσογείου. Οι ερευνητές του 21ου αιώνα δεν είναι βέβαιοι ότι ο σημερινός αρχαιολογικός χώρος των Μυκηνών () ταυτίζεται με το μυκηναϊκό κέντρο εξουσίας που περιγράφει ο Όμηρος. Ήδη κατά την κλασική ελληνική και κατά την ελληνιστική εποχή, μια χιλιετία και περισσότερο από την παρακμή του μυκηναϊκού πολιτισμού, οι τότε ερευνητές και περιηγητές δεν ήταν σε θέση να εντοπίσουν πόλεις και επαρχίες που ανέφερε ο Όμηρος και οι οποίες θεωρούνταν ήδη τότε «αρχαίες». Σε διάφορες περιοχές και σε ερειπωμένες πόλεις δίνονταν λοιπόν ομηρικές ονομασίες, με εικασίες που δεν φαίνεται να επιβεβαιώνονται πάντα από τα ευρήματα και από τις εκτιμήσεις των σημερινών αρχαιολόγων. | |||
Ο σίδηρος | |||
Ο σίδηρος είναι πολύ διαδεδομένο υλικό στο φλοιό της Γης (το δεύτερο μετά το αργίλιο), δεν εμφανίζεται όμως σε ελεύθερη μεταλλική μορφή παρά μόνο σε διάφορες ενώσεις, κατά κανόνα σε οξείδια. Η έναρξη χρήσης του σιδήρου φαίνεται να έγινε με την αξιοποίηση μετεωριτών, οι οποίοι περιέχουν σίδηρο σε ελεύθερη μεταλλική μορφή. Το μέταλλο ήταν μάλλον γνωστό ήδη στους Σουμέριους, οι οποίοι το ονόμαζαν ουράνιο μέταλλο, οι δε Αιγύπτιοι μαύρο ουράνιο χαλκό. Οι Χεταίοι στη Μικρά Ασία γνώριζαν και επεξεργάζονταν το σίδηρο ήδη από τον 13ο αιώνα π.κ.χ. Επειδή στις περιοχές που αναπτύχθηκαν οι παλαιοί πολιτισμοί δεν βρέθηκαν υπολείμματα μετεωριτών, συμπεραίνεται ότι οι λαοί σ' αυτές τις περιοχές αξιοποίησαν τον «εξ ουρανού» σίδηρο που είναι πιο σκληρός από τον ορείχαλκο, για να κατασκευάσουν εργαλεία και όπλα. | |||
Ο σίδηρος που προέκυψε εκείνες τις χιλιετίες ήταν αρκετά σκληρότερος από το καθαρό στοιχείο Fe, γιατί στο προϊόν υπήρχαν προσμίξεις άνθρακα. Σήμερα γνωρίζουμε και από το 19ο αιώνα αξιοποιείται συστηματικά, ότι με τις προσμίξεις άνθρακα στο σίδηρο προκύπτει το κράμα που ονομάζεται χάλυβας ή ατσάλι. Στους Αρχαίους προέκυπτε ο «χάλυβας» λόγω του άνθρακα που περιεχόταν στα διάφορα υλικά του μεταλλεύματος, ο οποίος άνθρακας κατά ένα μέρος παρέμενε στο σίδηρο και τον έκανε σκληρό. Αυτό το είδος σκληρού σιδήρου άρχισε να παράγεται σε ικανές ποσότητες περίπου από το 1000 π.κ.χ. Γι' αυτό κατά διάφορες απόψεις πρέπει αυτή η χρονολογία να θεωρείται το ορόσημο για την έναρξη της εποχής του σιδήρου στον ελλαδικό χώρο. | |||
Οι σκοτεινοί αιώνεςΑν και η εποχή μετά την καταστροφή των Μυκηνών ονομάζεται στην Αρχαιολογία «εποχή των σκοτεινών αιώνων» (~1200-800 π.κ.χ., dark age), επειδή λείπουν σαφείς πληροφορίες για τις εξελίξεις σ' αυτά τα χρόνια, υπάρχει η πεποίθηση, τόσο από τη λογική των πραγμάτων, όσο και από μεμονωμένα ευρήματα, ότι ο πολιτισμός που ονομάστηκε μυκηναϊκός και δέσποσε για περίπου 300 χρόνια στην ανατολική Μεσόγειο, συνέχισε να διατηρείται σε διάφορες τοποθεσίες, μακρύτερα από τα κέντρα της παλιάς εξουσίας. Έτσι υπάρχουν σχετικά ευρήματα στο Λευκαντί της Εύβοιας, όπου διαπιστώνονται εισαγωγές προϊόντων από την Ανατολή σε μια πρώιμη φάση. Τα κεραμικά σκεύη είναι εδώ ήδη υψηλής ποιότητας με πρωτο-γεωμετρικές διακοσμήσεις, γεγονός που δείχνει την έναρξη σταθερών χειρονακτικών δραστηριοτήτων κοντά στην Αττική. Οι οικισμοί στον ελλαδικό χώρο ήταν κατά τους «σκοτεινούς αιώνες» λίγοι και περιορισμένης έκτασης με μικρό αριθμό κατοίκων. Τα ευρήματα πείθουν ότι υπήρξε μία σταδιακή μείωση του αριθμού οικισμών μέχρι τον 11ο π.κ.χ. αιώνα και στη συνέχεια μια σταδιακή αύξηση. Η γνώση της μυκηναϊκής γραφής που φαίνεται να χρησίμευε κυρίως για διοικητικούς σκοπούς, χάθηκε με την καταστροφή του πολιτισμικού κέντρου. Έτσι χάθηκε για τους πληθυσμούς στον ελλαδικό χώρο ένα αναντικατάστατο εργαλείο επικοινωνίας και εκπολιτισμού. Ταυτόχρονα υπεχώρησε η μεταλλουργική δραστηριότητα, μάλλον επειδή διακόπηκαν οι εισαγωγές μεταλλευμάτων από την Ανατολή και δεν υπήρχε τεχνογνωσία για την εξόρυξη και επεξεργασία μεταλλευμάτων από το ελλαδικό υπέδαφος. Έτσι εξηγείται και η απουσία αξιόλογων μεταλλικών αντικειμένων στα ευρήματα της περιόδου 1200-900 π.κ.χ. Ακριβώς αυτή την εποχή της παρακμής φαίνεται να αρχίζει όμως στην Ελλάδα η εποχή του σιδήρου, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως. Αυτό το πέρασμα από το χαλκό στο σίδηρο αποτελεί για τον ελλαδικό χώρο ένα άλμα στη νέα εποχή, παρά την οικονομική και πολιτισμική υποχώρηση. Επειδή αυτούς τους αιώνες δεν υπήρχαν στην Ανατολή αξιόλογες δυνάμεις που θα ήθελαν ή θα μπορούσαν να επιβληθούν στον ελλαδικό χώρο, διαπιστώνεται μια σταδιακή εξάπλωση ελληνικών φύλων στα παράλια της Μικράς Ασίας. Έτσι μετετράπη με την πάροδο των αιώνων το Αιγαίο, το οποίο στα νότια οριοθετείται από τη Ρόδο, την Κάρπαθο και την Κρήτη, σε ελληνική θάλασσα. Αυτή η κυριαρχία αμφισβητήθηκε συστηματικά από τους Πέρσες περίπου 500 χρόνια αργότερα και καταλύθηκε, αρχικά από τους Ρωμαίους μετά από περίπου 9 αιώνες και από τους Οθωμανούς μετά από 2.500 χρόνια. Οι Έλληνες έμειναν στη Μικρά Ασία από την Αρχαιότητα συνεχώς, επί περίπου 3.000 χρόνια, μέχρι το 1922, οπότε ηττήθηκε το νεοελληνικό κράτος κατά τη λεγόμενημικρασιατική εκστρατεία και εκδιώχθηκαν οι ελληνόφωνοι πληθυσμοί. | |||
Προελληνική αστρονομία | |||
|